ΚΕΙΜΕΝΑ : 
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ
ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ 
ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ :
ΟΝΤΕΤ ΒΑΡΟΝ
ΒΑΣΩΣ ΚΥΡΑΖΑΚΟΥ
ΝΙΝΕΤΤΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗ
ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΤΣΑΛΗ
ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ
ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΧΥΤΗΡΗ

ΦΩΤ. ΑΡΧΕΙΟ:
EXIT Magazine
Αφοι ΚΟΚΑΛΛΗ
Γ. ΠΕΤΣΑΛΗΣ
 


 
 
Η Κέρκυρα 
τον 20ο αιώνα
Γεγονότα

 

Διαβάστε άλλα αφιερώματα του ΕΧΙΤ


Επιστροφή στο ΕΧΙΤ

Ο Γ. Θεοτόκης σε ελαιογραφία του Γ. Σαμαρτζή
Μετά τον κυβερνήτη Καποδίστρια, υπήρξε ο πρώτος κερκυραίος πρωθυπουργός (το 1916 - ΄17 και για μικρό διάστημα διετέλεσε πρωθυπουργός ο επίσης κερκυραίος Σπυρίδων Λάμπρος, 1851-1919). Γόνος οικογένειας με βυζαντινές ρίζες, διετέλεσε δύο φορές δήμαρχος Κερκυραίων. Στο πλευρό του Τρικούπη εκλέχθηκε βουλευτής Κέρκυρας και στη συνέχεια διορίστηκε υπουργός Ναυτικών. Αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και το 1893, παρά την εκλογική συντριβή του αρχηγού του, κατάφερε να επανεκλεγεί, ενώ μετά το θάνατο του Τρικούπη ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος. Πιστός στον Γεώργιο τον Α΄, φιλογερμανός και θαυμαστής του Καϊζερικού Β΄ Ράιχ, το 1899 κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση. Διετέλεσε πρωθυπουργός άλλες τρεις φορές στο διάστημα 1903 - 1905. 
Ο πρωτότοκος γιος του Νικόλαος (1878-1922) ήταν ανάμεσα στους Έξι που εκτελέστηκαν στο Γουδί ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο δευτερότοκος γιος του Ιωάννης (Τζον) (1880-1961), διετέλεσε αυλάρχης της Βασίλισσας Σοφίας, εκλέχτηκε επτά φορές βουλευτής, τρεις φορές υπουργός Γεωργίας, ενώ το 1935 ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κονδύλη που επανέφερε στην Ελλάδα τον Γεώργιο Β΄. Ένα χρόνο αργότερα συγκρούστηκε με τον βασιλιά λόγω της υποστήριξης που παρείχε ο τελευταίος στην "4η Αυγούστου", με αποτέλεσμα ο Μεταξάς να τον "περιορίσει" στην Κέρκυρα. Το 1946 διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής και το 1950 πρωθυπουργός. Ο γιος του Σπύρος (1908-1988) εκλέχτηκε 13 φορές βουλευτής και διετέλεσε τέσσερις φορές υπουργός. Η οικογένεια των Θεοτόκηδων σφράγισε τα πολιτικά πράγματα της Κέρκυρας για σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα δημιουργώντας ένα τεράστιο πελατειακό πλέγμα που εξασφάλιζε σε όλα τα μέλη της οικογένειας σίγουρη εκλογή. O κομπασμός του Σπυρέτου, "εγώ δεν χρειάζεται να πάω στην Κέρκυρα, και τα παπούτσια μου να στείλω, θα με ψηφίσουν...", αυτό ακριβώς υποδήλωνε.

Ο Λ. Μαβίλης φοιτητής στη Γερμανία (1885)
Από πατέρα Ισπανό και μητέρα Κερκυραία, ο Μαβίλης συμβολίζει την πολυπολιτισμική Κέρκυρα του 19ου αιώνα. Ως γνήσιος Επτανήσιος, από νεαρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Οι σπουδές και το ρεμπελιό του στη Γερμανία τού άνοιξαν νέους πνευματικούς ορίζοντες και ενδυνάμωσαν την ποιητική του φύση. Το εθνικό και γλωσσικό ζήτημα τον απασχόλησαν από πολύ νωρίς. Το 1896 μαζί με τον φίλο του Κ. Θεοτόκη, συμμετείχε στην Κρητική επανάσταση και ένα χρόνο μετά στον άτυχο Ελληνοτουρκικό πόλεμο, με δικό του εθελοντικό σώμα, στην περιοχή Πέντε Πηγάδια και στον Λούρο, όπου τραυματίστηκε στο χέρι. Το 1910 εκλέχτηκε βουλευτής με τον Βενιζέλο. Ιστορική έμεινε η αγόρευση του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα "Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι". Στις 28 Νοεμβρίου του 1912, ως εθελοντής στο Γαριβαλδινό Σώμα, πέφτει νεκρός στον Δρίσκο της Ηπείρου. 
Ο Μ. ως ποιητής έδωσε νέα πνοή στο σονέτο. Υμνητής μοναδικός του κερκυραϊκού τοπίου, αγωνίστηκε παράλληλα με κάθε τρόπο ακόμη και για ζητήματα της τοπικής καθημερινότητας. Μετά το θάνατό του αγνοήθηκε, τόσο από την ιδιαίτερή του πατρίδα όσο και από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας. Παρεξηγημένο και με όρους σημερινούς το παράδειγμά του και το έργο του προσπάθησαν να το καπηλευθούν εθνικιστικοί κύκλοι. Ογδονταεπτά χρόνια μετά το θάνατό του ο μελαγχολικός και υψιπετής Μ. αναζητά την θέση που του αξίζει στον πνευματικό χώρο της Ελλάδας.

ο Σ. Σαμάρας την εποχή του θριάμβου της Ρέας.
Ο Σπύρος - Φιλίσκος Σαμάρας, γέννημα και θρέμμα της Επτανησιακής μουσικής σχολής, είναι αυτός που θα επεκτείνει τη λάμψη και τη δημιουργικότητά της και στον 20ό αιώνα. Έγραψε συνολικά 10 όπερες, εκ των οποίων σώζονται μόνο οι επτά. Με τον Σ., όπως σημειώνει και ο ιστορικός της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής Γ. Λεωτσάκος: "η νεώτερη Ελλάδα αρχίζει να εξοφλεί το πνευματικό της χρέος στην Ιταλία αφού αυτός εν πολλοίς ανοίγει το δρόμο στον Πουτσίνι και στον Λεονκαβάλο". Το λυρικό όραμα του Σ. ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και τα έργα του παρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία στις σκηνές της Ευρώπης. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι τα έργα του εκδόθηκαν από τον μεγάλο ιταλικό μουσικό οίκο E. Sonzogno. Στο εσωτερικό, τη χρονιά του μεγάλου θριάμβου της Ρέας ο Σμυρνιός Μ. Καλομοίρης χτυπά τον Σ. αλλά και όλους τους Επτανήσιους συνθέτες στο όνομα μιας δικής του έμπνευσης Εθνικής μουσικής σχολής. Τους κατηγορεί για “ιταλικότητα” και στο πλάι του συσπειρώνει τη λογοτεχνική ομάδα του Νουμά. Στο έντυπο αυτό, όπως σημειώνει πάλι ο Λεωτσάκος, "ο Καλομοίρης δημοσιεύει φαρμακερά άρθρα σχεδόν ρατσιστικής αδιαλλαξίας, ουσιαστικώς υποστηρίζοντας ένα ΄πογκρόμ΄ και χύνοντας κατά δόσεις το δηλητήριό του εναντίον του Σ." Ο πόλεμος μαινόταν έως και το 1912 με εκφράσεις εναντίον των Επτανησίων, όπως "καθαρίστε την κόπρο του Αυγείου!". Σε αυτό το κλίμα οι Επτανήσιοι συνθέτες ως "μη εθνικοί" ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιβιώσουν. Από τότε και ως σήμερα η Επτανησιακή μουσική εξακολουθεί να μην παρουσιάζεται και να μην ηχογραφείται προς δόξα των "πατριωτών". Όμως, τελικά ο Σ., κατάφερε να γίνει οικουμενικός αφού ο Ολυμπιακός του ύμνος, σε στίχους του Κ. Παλαμά, που πρωτοτραγουδήθηκε στην Αθήνα το 1896, ανακηρύχθηκε το 1958 επίσημος ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων.

Πρωτότοκος γιος του κόμη Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ο Κωνσταντίνος, με την ολοκλήρωση των βασικών του σπουδών στην Κέρκυρα, αναχωρεί για το Παρίσι για να σπουδάσει φυσικομαθηματικά στη Σορβόννη. Όμως το μεγαλύτερο σχολείο για τον Θ. θα είναι τα καφέ και τα κοσμικά σαλόνια της "πόλης του φωτός". Εκεί εξ άλλου θα γνωρίσει τη μεγαλύτερή του κατά 17 χρόνια, βαρόνη Ερνεστίνα φον Μάλλοβιτς την οποία και σπεύδει να παντρευτεί. Το 1893 επιστρέφει με τη γυναίκα του στην Κέρκυρα. Τρία χρόνια αργότερα μαζί με τον φίλο του Λ. Μαβίλη συμμετέχουν σε σώμα εθελοντών στην επανάσταση της Κρήτης. Εκείνη την εποχή έρχεται σε επαφή με το έργο του Μαρξ, ενώ αρχίζει να δημοσιεύει και τα πρώτα του διηγήματα. Παράλληλα συμμετέχει στο κίνημα των δημοτικιστών, παραιτείται από κάθε αξίωμα πάνω στην πατρική περιουσία, συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Κέρκυρας και αργότερα στη φιλολογική συντροφιά των εννέα που εκδίδει το περιοδικό Κερκυραϊκή Ανθολογία, δεν δέχεται το παράσημο του Σωτήρος, ούτε να συνάντησει τον Κάιζερ. Το 1916 ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης "Εθνικής Αμύνης" μεταβαίνει στη Ρώμη σε διπλωματική αποστολή. Η εξουσία όμως δεν φαίνεται να του ταιριάζει, αφού ενώ έχει διορισθεί από την κυβέρνηση αντιπρόσωπός της στην Κέρκυρα, θα παραιτηθεί δύο μέρες αργότερα, όσες θα καθίσει και στη θέση του διευθυντή λογοκρισίας. Χτυπημένος από τον καρκίνο πέθανε στην Κέρκυρα την 1η Ιουλίου 1923. Ο Θ. η σπουδαιότερη προσωπικότητα της κερκυραϊκής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα είναι αυτός που ουσιαστικά κλείνει και με τρόπο εντυπωσιακό την περιπέτεια της "κερκυραϊκής σχολής". Σχεδόν πενήντα χρόνια από το θάνατό του ήρθε ξανά στην επικαιρότητα χάρη στο πάθος του κερκυραίου τυπογράφου και λόγιου Φίλιππου Βλάχου (1939-1989), μιας από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού εκδοτικού χώρου του 20ου αιώνα, ο οποίος διέσωσε, αποκατάστησε και ανάδειξε το έργο και την προσωπικότητα του κορφιάτη συγγραφέα.

Υπήρξε ένας ερευνητής - επιστήμονας με διεθνή ακτινοβολία και κύρος. Έγραψε πλήθος επιστημονικές μελέτες, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα των δημόσιων οικονομικών από την ομηρική εποχή έως την εποχή του και οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Ανάμεσά τους, η Ιστορία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, Η οικονομική διοίκησις της Επτανήσου επί Ενετοκρατίας, Περί των οικονομικών επί Βυζαντίου κ.α. Από το 1906 ήταν καθηγητής της δημόσιας οικονομίας στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αντεπιστέλλον μέλος της Royal Economic Society, του Institut de France κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με τη θεατρική κριτική. 
Ο Α. παρέμεινε πάντα πιστός στην ιδέα της επιστήμης και της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, διέδωσε ως δάσκαλος το πνεύμα της έρευνας και θεωρείται από τους βασικούς θεμελιωτές της δημοσιονομικής επιστήμης στην Ελλάδα.

Κόρη του προοδευτικού αστού Γεωργίου Ζαβιτζιάνου, η Ειρήνη από μαθήτρια του Αρσάκειου Κέρκυρας και έως τη δεκαετία του ΄60, που έχασε το φως, της ασχολήθηκε με το γράψιμο και την ανάδειξη της κερκυραϊκής σχολής. Το μεγαλύτερο έργο της δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ κυκλοφόρησαν και τέσσερα βιβλία της. Εργάστηκε με επιμονή και ζήλο για τη χειραφέτηση της γυναίκας (το 1920 συμμετείχε στο πρώτο φεμινιστικό συνέδριο που είχε διοργανώσει στο Ζάππειο η Καλλιρρόη Παρέν), ενώ ήταν ενεργό μέλος σε πλειάδα συλλόγων και σωματείων. 
Η Δ. γοήτευσε τον Λ. Μαβίλη αλλά και τον Κ. Θεοτόκη. Με τον δεύτερο αναπτύχθηκε μια εξαιρετικά έντονη σχέση, ένα ανομολόγητο πάθος που τους ακολούθησε έως το θάνατό τους. 
Παρά την αντίθεση της οικογένειάς της, σε ηλικία 21 ετών παντρεύτηκε τον πολιτικό Ανδρέα Δενδρινό (+1946), τον “τιμημένο πρωτοπόρο της αγροτικής απελευθέρωσης και της Λαϊκής Δημοκρατίας” όπως τον αποκάλεσαν. 
Η παρουσία της Δ. στην επαρχιακή συντηρητική Κέρκυρα της εποχής της ήταν σημείο αναφοράς για πολλές δεκαετίες, τόσο για τους αγώνες της για το γυναικείο κίνημα όσο και για την προβολή του έργου των ανθρώπων που αποτέλεσαν την "κερκυραϊκή σχολή".

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εβραίους γονείς. Ο πατέρας του Μωυσής (1864-1929) ήταν δάσκαλος και επιφανής εβραιολόγος της εποχής. Πριν μετεγκατασταθεί οικογενειακώς στην Αθήνα, εξέδιδε τον Ισραηλίτην Χρονογράφον (1899-1901). Ως ένθερμος δημοτικιστής, ο πατέρας του έγραφε μαχητικά άρθρα στο Νουμά και συναναστρεφόταν τους Κ. Θεοτόκη, Λ. Μαβίλη και Α. Πάλη. Η μητέρα του Φανή προερχόταν από παλιά οικογένεια εμπόρων της Μασσαλίας και ήταν πρώτη εξαδέλφη του Αλμπέρ Κοέν. 
Ο Τζούλιο σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου. Γνώριζε ιταλικά, γαλλικά και σανσκριτικά. Η κύρια όμως μέριμνα του, το ανεξάντλητο πάθος ως το τέλος της ζωής του, υπήρξε το ελληνικό θέατρο σκιών. Θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος μελετητής που ασχολήθηκε συστηματικά και σοβαρά με τον παραμελημένο Καραγκιόζη. Σημαντική θέση στο έργο του επίσης κατέχει η ενασχόλησή του με την εβραϊκή παράδοση. Ο homeperdu (όπως περιπαικτικά τον φώναζαν οι φίλοι του) ζωγράφιζε έως το τέλος της ζωής του, χωρίς ποτέ ωστόσο να κατορθώσει να εκθέσει. Συχνά μάλιστα ξεπλήρωνε (σαν άλλος Θεόφιλος) τα λιτά γεύματά του στα ταβερνάκια της Πλάκας ή του Πειραιά με σχέδιά του. Όπως σημειώνει και ο συγγραφέας Μισέλ Φάις, ο οποίος διέσωσε το σύνολο του έργου του, "ο Καΐμη αποσιωπήθηκε διότι ο στοχασμός του δεν εξυπηρετούσε κανενός τις πολιτισμικές σκοπιμότητες". 
Ο Κ. πέθανε στις 31 Ιανουαρίου του 1982, έχοντας στην τσέπη την έγκριση για συνταξιοδότηση του από το υπουργείο Πολιτισμού. Το 1996 παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.

O A. Κοέν φορώντας την χαρακτηριστική κόκκινη ρόμπα με την οποία υποδεχόνταν τους επισκέπτες του, λίγα χρόνια πριν πεθάνει.
Το λογοτεχνικό έργο του Αλμπέρ Κοέν είναι από τα σημαντικότερα γαλλόφωνα έργα του 20ού αιώνα και συγχρόνως από τα σημαντικότερα της εβραϊκής διασποράς. Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Κέρκυρα από ελληνοεβραϊκή οικογένεια. Το 1900 η οικογένειά του μετανάστευσε στη Μασσαλία, όπου ο μικρός Αλμπέρ έγινε γαλλόφωνος. Μετά τα 18 του χρόνια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Γενεύη και πήρε την ελβετική υπηκοότητα. 
Η καριέρα του σε διεθνείς οργανισμούς δεν τον εμπόδισε να επιδοθεί στη λογοτεχνία: στη δεκαετία του ΄30 δημοσίευσε δύο μυθιστορήματα: Σολάλ και Καρφοχάφτης (βλ. ελλ. μτφρ. Οντέτ Βαρών: Χατζηνικολή, 1992, Ηριδανός, 1994 αντίστοιχα). Σ΄ αυτά διαπραγματεύεται ζητήματα εβραϊκής ταυτότητας: το δίλημμα αφομοίωση ή όχι στη Δύση, σε αντιπαράθεση με την παραδοσιακή εβραϊκή ζωή στην Κέρκυρα. Οι χαρακτηριστικοί τύποι Κερκυραίων εβραίων, οι πέντε Γενναίοι του, έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσα από τις μεταφράσεις του έργου του. 
Η καταξίωση ήρθε το 1968, όταν η Γαλλική Ακαδημία τον βράβευσε για το μυθιστόρημά του Η ωραία του κυρίου (μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, Χατζηνικολή 1990). 

Γόνος πλούσιας οικογένειας, σε ηλικία περίπου 30 ετών πήρε μερικά μαθήματα ζωγραφικής από τον Aγγελο Γιαλλινά (1857-1939). Ο ζωγράφος αυτός όμως δεν φαίνεται να τον επηρέασε ιδιαίτερα ούτε να του εμφύσησε την πνοή της δημιουργίας. Τα στοιχεία αυτά θα τα βρει αργότερα στο έργο του Μάρκου Ζαβιτζιάνου (1884-1923). 
Ακολούθησε πιστά σε όλη του τη δημιουργική περίοδο την τεχνική της χαρακτικής, που στη χώρα μας απέκτησε την δική της καλλιτεχνική αυτονομία από τους κερκυραίους, Μ. Ζαβιτζιάνο και Λυκούργο Κογεβίνα (1887-1940). Όπως σημειώνει ο μελετητής του έργου του ’λκης Χαραλαμπίδης, ο Β. "είναι ο μοναδικός ίσως καλλιτέχνης που έχει υπηρετήσει με επιμονή και συνέπεια για μισό περίπου αιώνα αποκλειστικά την χαρακτική. Στην πραγμάτωση των θεμάτων του, που είναι στενά δεμένα με το χαρακτήρα του κερκυραϊκού χώρου, δανείζεται στοιχεία από το ρεαλισμό, τον εξπρεσιονισμό και την αφαίρεση, χωρίς ποτέ να αλλοτριώνει το προσωπικό του μορφοπλαστικό ιδίωμα". Οι ανοιχτοί ορίζοντες της κερκυραϊκής υπαίθρου, τα στενά καντούνια της πόλης, τα καρνάγια και τα πλοία, οι λιτανείες και οι αστερισμοί είναι μόνιμα θέματα που τον απασχολούν από τις αρχές της δεκαετίας του ΄30. Ζώντας όλα του τα χρόνια στο πατρικό σπίτι της οδού Καποδιστρίου, δεν επιζήτησε τιμές και διακρίσεις. Είχε την οικονομική ευχέρεια ώστε να μην τρέξει δεξιά - αριστερά για να παρουσιάσει ή για να πουλήσει τα έργα του. Ίσως γι΄ αυτό η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε μόλις το 1963. 
Το έργο του Β. σύμφωνα με το Νίκο Γρηγοράκη "αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσπάθειες στην ευρωπαϊκή χαρακτική και τον θεωρώ ως τον μεγαλύτερο Έλληνα χαράκτη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Είναι αναμφισβήτητα ο Μετρ της νεοελληνικής χαρακτικής". Πέθανε πλήρης ημερών την 1η Απριλίου 1990.

Ο Α. Στίνας στο Σπαρτίλλα την δεκαετία του ΄50.
Ο πατέρας του Φίλιππος ήταν έμπορος αλόγων και λαδιού και φανατικός υποστηρικτής του Θεοτόκη. Ο Σπύρος από μικρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Με την αποφοίτησή του από την Εμπορική Σχολή της Κέρκυρας και τη γνωριμία του με τον Σέρβο Ηλία Γιοβάνοβιτς, αρχίζει η εμπλοκή του με την πολιτική και τον Σοσιαλιστικό Όμιλο Κέρκυρας.
Κατά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου καταδικάστηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αδριανουπόλεως ως υποκινητής του κινήματος των στρατιωτικών. Στις εκλογές του 1926 ήταν υποψήφιος του Ενιαίου Μετώπου Εργατών Αγροτών και Προσφύγων. Έως εκείνη τη χρονιά υπέγραφε με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο και μετά με τα ψευδώνυμα, Aγις Στίνας, Δηρός, Κορφιάτης και Φιλίππου. Αγωνίστηκε μέσα από το ΚΚΕ ως τα τέλη του 1931. Μετά πέρασε στον Τροτσκισμό, παραμένοντας τυπικά στις γραμμές του έως το 1947. Στα τέλη του ΄33 ξαναγύρισε στο χωριό του, τον Σπαρτίλλα, όπου εξελέγη πρόεδρος της κοινότητας. Εφάρμοσε άμεση δημοκρατία, επέβαλε το 8ωρο, φορολόγησε τους μεγαλογαιοκτήμονες, δημιουργώντας ένα βραχύβιο καθεστώς ιδιότυπης αυτονομίας. Δημοσίευσε πλήθος πρωτότυπων και μεταφρασμένων κειμένων. 
Σύμφωνα με τον Κ. Καστοριάδη ήταν "ο πνευματικός του πατέρας" και για παλιούς του συντρόφους "ο φάρος που φώτιζε και κυβερνούσε το καράβι της επανάστασης...".
Στην Αθήνα ζούσε σε ένα μικρό υπόγειο στο Παγκράτι. Ο ασκητικός του βίος και η επαναστατική του ορμή υπήρξαν ένα ζωντανό παράδειγμα για τους συντρόφους και φίλους του. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου 1987 στον Ευαγγελισμό. Τον έθαψαν στο κοιμητήριο του Αγίου Αρσενίου στον Σπαρτίλλα. Τον επικήδειο εκφώνησε η Τασία Χριστοδουλοπούλου. Οι σύντροφοί του παλιοί και νέοι, τον αποχαιρέτησαν με τέσσερις τουφεκιές.

Οι αδελφοί Ντάρελ (φωτομοντάζ)
Το 1935 ο Λόρενς (1912-1990) είναι ήδη 23 χρονών και παντρεμένος, όταν έρχεται οικογενειακώς να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα. Εκτός από τη γυναίκα του, τον συνοδεύουν η μητέρα του Λέσλι, η αδελφή του Μάργκο και ο μικρότερος αδελφός του Τζέραλντ. Ο Λόρενς στην Κέρκυρα μελέτησε την αρχαία ελληνική και νεοελληνική γλώσσα, έγραψε ποιήματα και ήρθε σε επαφή με αρκετούς έλληνες λογοτέχνες. Για την Κέρκυρα έγραψε τα βιβλία: Το κελί του Πρόσπερο (1945) και Γαλάζια δίψα (1975). Στα έργα του αυτά όπως έλεγε και ο ίδιος, θέλησε να δει τους ανθρώπους μέσα από τα τοπία για να τους νιώσει καλύτερα.
Ο Τζέραλντ (1925-1995) όταν ήρθε στην Κέρκυρα ήταν μόλις 10 χρόνων. Ο χώρος και οι άνθρωποι όχι μόνο έπαιξαν καταλυτικό ρόλο αλλά τον σφράγισαν για ολόκληρη τη ζωή του. Στο κλασσικό πια βιβλίο του Η οικογένειά μου και άλλα ζώα (1962) εξομολογείται με έναν υπέροχα ποιητικό τρόπο την αγάπη του για την Κέρκυρα. Αυτές τις μνήμες θα τις περάσει σε όλα σχεδόν τα άλλα του βιβλία. Δεκαετίες αργότερα, επιστρέφοντας στο αγαπημένο του νησί, θα το δει τραυματισμένο από την τουριστική αξιοποίησή του. Νιώθοντας ότι έχει και αυτός ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης, λόγω της μεγάλης επιτυχίας του βιβλίου του, θα πέσει σε κατάθλιψη που έως το τέλος της ζωής του δεν θα ξεπεράσει. 
Οι αδελφοί Ντάρελ αν και έζησαν σε διάφορα ελληνικά νησιά και μεσογειακούς τόπους και έγιναν διάσημοι με άλλα τους βιβλία, ποτέ δεν ξέχασαν την ανεμελιά, την τρυφερότητα και την αθωότητα της Κέρκυρας και των ανθρώπων της του Μεσοπολέμου. Η Κέρκυρα των Ντάρελ, έτσι όπως την είδαν οι ίδιοι αλλά και τα εκατομμύρια των αναγνωστών τους, είναι η νεότερη ποιητική Αρκαδία, η έσχατη Υπερβόρεια των ονείρων μας, “ο τόπος που ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας”.

Ο Κ. Ασπιώτης φωτογραφημένος στο στούντιο του B. Borri.

To 1873 ο Γεράσιμος Ασπιώτης (1844-1901) αγοράζει ένα μικρό χειροκίνητο 
κάθετο πιεστήριο για να τυπώνει τραπουλόχαρτα. Έντεκα χρόνια αργότερα και ύστερα από σχετικό νόμο της κυβέρνησης Τρικούπη καθιερώνεται και για τα τραπουλόχαρτα το κρατικό μονοπώλιο. Ο Α. συμβάλεται με το δημόσιο και δύο χρόνια αργότερα λόγω της καλής του συνεργασίας αναλαμβάνει και την επεξεργασία των τσιγαρόχαρτων. 
Με την αυγή του νέου αιώνα, ο γιος του, Κωνσταντίνος, με τη βοήθεια του αδελφού του Νικόλαου (+1950), αναλαμβάνει την επιχείρηση. Κατορθώνει μάλιστα να μεταμορφώσει τη μικρή βιοτεχνία των 40 υπαλλήλων σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας με προσωπικό που ξεπερνούσε τα 800 άτομα. Η αγορά το 1911 του πρώτου περιστροφικού πιεστηρίου offset και η ανάπτυξη του τμήματος χαλκογραφίας δημιουργούν έναν εκδοτικό κολοσσό που αναλαμβάνει παραγγελίες του δημοσίου αλλά και ξένων χωρών (Αλβανία, Σερβία) για εκτύπωση εισιτηρίων, γραμματοσήμων, ομολόγων, λαχείων κ.ά. καθώς και αφισών, ημερολογίων, ταχυδρομικών καρτών, βιβλίων. Το 1928 η εταιρεία συγχωνεύθηκε με την ανταγωνίστριά της Εταιρεία Λιθογραφική Κυτιοποιητική Αθηνών. Λίγο πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο η επιχείρηση δημιουργεί νέο εργοστάσιο στην Αθήνα με σύγχρονο εξοπλισμό. Έτσι η ολοκληρωτική καταστροφή των εγκαταστάσεών της στην Κέρκυρα από την ιταλική αεροπορία δεν σήμανε και το τέλος της. 
Ο Κ. Α. με σπουδές στο εξωτερικό, πολυταξιδεμένος και έχοντας άμεση γνώση των κοινωνικών αλλαγών που συντελούνταν στην Ευρώπη, είδε από πολύ νωρίς ότι το οικονομικό μέλλον της Κέρκυρας θα έπρεπε να συνδεθεί με τον τουρισμό. Έτσι δημιούργησε το πρώτο Γραφείο Τουρισμού που δυστυχώς δεν είχε τη συνέχεια που θα έπρεπε. 

Οι δύο Αθηναγόρες (φωτομοντάζ)

Ο κατά κόσμον Αριστοτέλης Σπύρου γεννήθηκε στο Βασιλικό Πωγωνίου το 1886 και σπούδασε θεολογία στη σχολή της Χάλκης. Το 1922 και ενώ ήταν ακόμη διάκονος εκλέχτηκε επίσκοπος Κερκύρας και Παξών και χειροτονήθηκε τον ίδιο μήνα και πρεσβύτερος και επίσκοπος. Ένα χρόνο μετά ο Α. κράτησε σθεναρή στάση έναντι των Ιταλών κατακτητών που είχαν καταλάβει την Κέρκυρα., ενώ με ενέργειές του δημιουργήθηκε η Κερκυραϊκή Σχολή ως αντίβαρο στην ιταλική προπαγάνδα της Ιταλικής Σχολής. Το 1930 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και το 1948 ύστερα και από μεσολάβηση της αμερικανικής κυβέρνησης Οικουμενικός Πατριάρχης. 
Ο Α. ως Πατριάρχης προώθησε την ιδέα του “Διαλόγου της Αγάπης” με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, οργάνωσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών προσεγγίζοντας τους προτεστάντες καθώς και τις πανορθόδοξες διασκέψεις. Κορυφαίο γεγονός της θητείας του στον πατριαρχικό θρόνο ήταν η συνάντησή του μετά από δέκα αιώνες με τον Πάπα της Ρώμης. Πέθανε το 1971.
Ο κατά κόσμο Αλέξανδρος Καββάδας γεννήθηκε στον Ανεμόμυλο στις 16 Ιανουαρίου 1884. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1909 ανακηρύχτηκε δάσκαλος της Θεολογίας με βαθμό "Aριστα". Στη συνέχεια υπηρέτησε ως διάκονος, αλλά και ως υποδιευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Το 1919 εισήχθη ως υπότροφος στην Οξφόρδη και το 1922 τοποθετήθηκε εφημέριος σε εκκλησίες των ΗΠΑ. Ως Πρωτοσύγκελος συνεργάστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα. Με την προαγωγή του Αθηναγόρα στον πατριαρχικό θρόνο ως υπαρχηγός του ήταν ο φυσικός διάδοχός του. Οι ίντριγκες όμως απομάκρυναν μια τέτοια προοπτική. Τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας με έδρα τη Βιέννη και στη συνέχεια Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων με έδρα το Λονδίνο. 
Εργατικός και λιτοδίαιτος εκτός από το μεγάλο ποιμαντικό έργο του έγραψε και οκτώ βιβλία. Πέθανε στις 15 Οκτωβρίου 1962 στο νοσοκομείο Saint John΄s του Λονδίνου και ετάφη στο νεκροταφείο της Αγίας Σοφίας στο Hendon. Το σύνολο των υπαρχόντων του το προσέφερε στην Κέρκυρα, ενώ με δωρεά του χτίστηκε και το 4ο Δημοτικό σχολείο (Αθηναγόρειο).

Η Ρ. Βλαχοπούλου σε φωτογραφία του 1940
Για περισσότερο από μια πεντηκονταετία το άστρο της μεσουρανεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας. Η σπινθηροβόλα Ρένα, που πρωτοξεκίνησε από τα αυτοσχέδια πάλκα στα καφενεία του Αντρανίκ και του Ζούμπου έως την εμφάνισή της στην Αθήνα του 1940 με τον Μίμη Τραϊφόρο και το τραγούδι "Πατρίδα - πατρίδα" του Γιώργου Οικονομίδη, είχε διαδρομή εντυπωσιακή. Πρωταγωνίστρια στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία (Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, 1956) και άλλες 24 ταινίες, σε βιντεοταινίες, ηχογραφώντας τζαζίστικου ύφους δίσκους και φυσικά το θεατρικό σανίδι όλα αυτά συνέτειναν στο να έχουμε μια εγχώρια Λουσίλ Μπολ. Ένα πλάσμα που συνδυάζει το μπρίο, το συναίσθημα, την πλάκα, τη χαρά της ζωής, τον τσαμπουκά. Ο φεμινισμός της, η ανεξαρτησία μιας καπάτσας γυναίκας που θέλει να πιάσει τη ζωή από τα κέρατα, εγγράφεται ως ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά (που δεν μπορεί, με κάποιο τρόπο προικοδότησε τις χιλιάδες θαυμάστριές της). Η Κέρκυρα στο πρόσωπό της βρήκε τον καλύτερο πρεσβευτή της, χωρίς όμως να της το ανταποδώσει ακόμη. Ευτυχώς με τις προβολές των ταινιών της στη μικρή οθόνη, έχουμε την ευκαιρία, να θαυμάσουμε αυτή την αξεπέραστη Κορφιάτισα, το πιο λαμπρό αστέρι που έβγαλε ποτέ ο ελληνικός κινηματογράφος.