Ανακολουθίες: S.O.S για το Κουμ - Κουάτ ως είδος προς εξαφάνιση, εξέπεμψε προ μηνός από την στήλη του στο "Βήμα της Κυριακής" ο γνωστός καθηγητής κ. Ν. Μάργαρης.
Για μια ακόμη φορά η άποψη για την πραγματικότητα υπερισχύει της πραγματικότητας. Διαφορετικά ο κ. Μάργαρης θα ήξερε ότι το κουμ - κουάτ στην Κέρκυρα αυξάνεται και πληθύνεται, με δεκάδες βιοτεχνίες και συνεταιρισμούς να παράγουν το γνωστό λικέρ και με χιλιάδες δέντρα διάσπαρτα σε κάθε σημείο της Κέρκυρας.
Όπως έγραφε το 1982 στην Ιστορία των ηδονών του, ο Ευγένιος Αρανίτσης: "... Στην Κέρκυρα, ορισμένοι κήποι με δέντρα κουμ κουάτ μπορούν να αποκαλυφθούν ξαφνικά στα μάτια ενός χειμερινού ταξιδιώτη ανίκανου να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται, κι όπου το λικέρ κουμ κουάτ αποτελεί ένα είδος χαρακτηριστικού τοπικού προϊόντος. Ορισμένοι ευσυνείδητοι τουρίστες απαιτούν να δροσίσουν τη γλώσσα τους μ΄ αυτό το εκλεκτό απόσταγμα της κερκυραϊκής γαστρονομίας...".
Το όμορφο αυτό δεντράκι ξεφεύγοντας από τους κερκυραϊκούς αγρούς και τα περιβόλια, αποτελεί πια για τους Άγγλους, σύμφωνα με το καλό περιοδικό i - D, ένα από τα έξι καλύτερα φυτά που μπορούμε να βάλουμε στο διαμέρισμά μας. Στην φωτογραφία ο νεαρός εκκεντρικός Εγγλέζος ποζάρει αγκαλιά με το αγαπημένο του δεντράκι. Οι καρποί (που μοιάζουν με τα δωράκια της Kinder) εκτός από όμορφοι έχουν και νόστιμη φλούδα, ενώ μπορούν να γίνουν και γλυκό του κουταλιού. Εκεί κοστίζει 55 λίρες ενώ στο θερμοκήπιο της Ένωσης, μόλις 1.800 δρχ.

Και μιας και μιλάμε για είδη προς εξαφάνιση πως να μην θυμηθούμε τα σύκα. Οι πάμπολλες ποικιλίες που είχε η Κέρκυρα, σιγά - σιγά χάνονταιι: Μαντόνες, σουκέροι, λιανόσυκα, κ.λ.π.,  αφού πρώτα περιθωριοποιήθηκαν ως γεύσεις από διάφορα άλλα βιομηχανικά - ταχυφαγικά προϊόντα, εξαφανίστηκαν από την Λαϊκή και τα Οπωροπωλεία. Στους αγρούς ξεραίνονται ή μια μετά τη άλλη και ως γεύση επιβιώνουν μόνο μέσα σε μπισκοτάκια της Barilla.

Δύο βιβλία: Μετά τον σαματά που προκάλεσε τόσο η δημοσίευση όσο και η τηλεοπτική προσαρμογή του μυθιστορήματος του Βασίλη Μπούτου "Η συκοφαντία του αίματος", όπως είναι φυσικό, η έκδοση ενός βιβλίου με θέμα την Κέρκυρα, για τους ντόπιους δεν έχει μόνο λογοτεχνικό ενδιαφέρον αλλά πρωτίστως κοινωνικό. Και αν μάλιστα ο συγγραφέας τυγχάνει να μην είναι γηγενής τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα: Το "ποιος είναι αυτός και με ποιο δικαίωμα θα μιλήσει για τον τόπο μας;" αποτελεί μόνιμη επωδό κάθε κουβέντας σε κύκλους που αρέσκονται να πιστεύουν ότι έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με την λογοτεχνία, την παράδοση κ.λ.π. Συχνά, τέτοιοι αυτόκλητοι προστάτες του καλού ονόματος της νήσου, είναι πεπεισμένοι ότι πας μη κερκυραίος που ασχολείται με την Κέρκυρα με τρόπο μη κολακευτικό, είναι μέρος μιας διεθνούς συνομωσίας που σκοπό της έχει την προσβολή του τουρισμού και της αρχοντικής της φήμης.
Δεν ξέρουμε αν όλοι αυτοί πριν αποδεχθούν ή απορρίψουν ένα έργο περνούν από αιματολογικές εξετάσεις τον δημιουργό του για το αν και κατά πόσο είναι Κερκυραίος "για να δικαιούται δια να ομιλεί". Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτοί οι "προστάτες", αφού πάντα τέτοιες φαιδρές περιπτώσεις βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν ακόμη και σε εδεμικούς κήπους. Ο Πλασκοβίτης στην "Πόλη" και ο Θεοτόκης στους "Σκλάβους" είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις συγγραφέων, που αν και ντόπιοι, δεν δίστασαν να κάνουν αιχμηρά σχόλια για την κοινωνία του νησιού. Αυτό που τους κάνει αποδεκτούς, είναι το γεγονός ότι οι πίσω από τις κρίσεις τους για τον κοινωνικό ιστό του νησιού, διαφαίνεται ένα ικανό οπλο-στάσιο τεκμηρίωσης. Σε μια δεύτερη κατηγορία υπάρχουν και οι συγγραφείς εκείνοι που γοητευμένοι από τα διάφορα κλισέ που υπάρχουν για την Κέρκυρα, τα υιοθετούν με άκριτο τρόπο δημιουργώντας μυθοπλασίες που αγγίζουν τα όρια της φαρσκοκωμωδίας. Θυμίζοντας τους βιαστικούς περιηγητές περασμένων αιώνων δημιουργούν ένα παραμύθι που θα ζήλευε και ο Χότζα. Εξάλλου και ποιόν δεν βολεύει (συγγραφέα και αναγνώστη) το κλισέ του τρελοκερκυραίου, του κανταδόρου, του χαραμοφάη, του δειλού κ.λ.π.
Δυστυχώς αυτά τα συμπτώματα υπάρχουν και στο βιβλίο  "Το βιβλίο φάντασμα" που κάλλιστα θα μπορούσε και να είχε τιτλοφορηθεί και ως "Η πόλη φάντασμα" στο βαθμό που οι κρίσεις και οι διαπιστώσεις που κάνει ο συγγραφέας για τους ανθρώπους και τον χώρο που υποτίθεται πρωταγωνιστούν στις δύο του νουβέλες, αφορούν μια φανταστική πόλη και όχι την Κέρκυρα.
Το βιβλίο του Τάκη Αναστόπουλου, μέσω του οποίου εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία, αποτελείται από δύο νουβέλες, την "Κατ΄ εξαίρεση" και "το βιβλίο φάντασμα" που χρησιμοποιείται και ως τίτλος.
Ο χρόνος στον οποίο εκτυλίσσεται η δράση και των δύο νουβελών είναι στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 - αρχές του ΄90. Δύο είναι τα επίκαιρα γεγονότα πάνω στα οποία χτίζεται η διήγηση: στο "Κατ΄ εξαίρεση" η εμφάνιση των Αλβανών οικονομικών προσφύγων και στο δεύτερο η εμφάνιση της τοπικής ιδιωτικής τηλεόρασης.
Στο πρώτο, πρωταγωνιστεί ένα αντρόγυνο: Εκείνος, ένας Αθηναίος που παντρεύτηκε με μια Κερκυραία. Επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Του αρέσει ο τόπος, αλλά οι συμπεριφορές των ντόπιων όχι και τόσο. Θέλοντας να ολοκληρώσει μια μονογραφή για τον Κων/νο Θεοτόκη, ώστε να κριθεί το συντομότερο για αναπληρωτής καθηγητής, ζητά και πετυχαίνει από τον πρόεδρο της Αναγνωστικής Εταιρείας, να πάρει τα κλειδιά τους θερινούς μήνες, ώστε να έχει άμεση πρόσβαση σε χειρόγραφα και βιβλιογραφία. Η γυναίκα του, μια ανυπότακτη, αριστερών καταβολών κερκυραία, ακολουθεί τον δικό της δρόμο, αναζητώντας πιο απτά και καθημερινά πράγματα. Αγοράζει ένα διαμέρισμα 180 τ.μ. στην επάνω Πλατεία, προκειμένου να στεγάσει εκεί την νέα τους φωλιά, μακριά από την καταπιεστική μαμά της. Έλα όμως που ο Αλβανός που προσέλαβε για να βάψει το διαμέρισμα δεν είναι απλός μπογιατζής αλλά ένας βιρτουόζος του βιολιού με ευαίσθητη ψυχή και αδρά χαρακτηριστικά.  Ο έρωτάς τους θα είναι αστραπιαίος και έντονος. Θα κυλιστούν στο πάτωμα το στρωμένο με εφημερίδες, όπως ο χωρομέτρης με την γκαρσόνα, στον Πύργο του Κάφκα. Σε παράλληλη δράση ο σύζυγος της θα έχει μια αναπάντεχη γνωριμία στα σκοτεινά δωμάτια της Αναγνωστικής. Νεαρή Γαλλιδούλα φοιτήτρια, η Ζενεβιέβ από την Αμιένη,  που ήρθε στο νησί με το πρόγραμμα Εράσμους, θα κάνει και αυτή τρελό έρωτα με τον καθηγητή, στο τραπέζι που κάποτε έπαιζε χαρτιά ο Μαβίλης.
Ο συγγραφέας στην πρώτη νουβέλα, προφανώς θέλοντας να εντυπωσιάσει και να δημιουργήσει το απαραίτητο πλαίσιο στο οποίο θα εξυφάνει τον μύθο του, προχωρά και σε κοινωνιολογικές αναλύσεις ακόμη και του καφενείου του "Ζήσιμου", ως χώρου  που είναι εγκατεστημένοι "όλοι εκείνοι οι αναρχικοί, χαοτικοί, οικολόγοι και λοιποί εναλλακτικοί..." καθώς και κάποιοι του Συνασπισμού που το ΄89 ψήφισαν Δεξιά για να γίνει κάθαρση.
Ο ήρωας σαγηνεύεται από τα παλιά αγγλικά κτίρια της πόλης αλλά σνομπάρει τους κατοίκους της. Αρέσκεται να τους υποβιβάζει σε επίπεδο καρικατούρας. Πουθενά δεν εμφανίζεται ένας ολοκληρωμένος ήρωας. Ο τρόπος με τον οποίο σκιτσάρονται περισσότερο θυμίζει Μητρόπουλο παρά την οικονομία μιας νουβέλας. Τέλος το κλισέ του Αλβανού επιβήτορα, καθώς αυτό της ευαίσθητης φοιτήτριας, δημιουργούν το απαραίτητο σεξουαλικό υπόστρώμα στο οποίο κυλιέται μια πόλη με "ελευθεριότητα στα ήθη". Ένα ακόμη χαρακτηριστικό επεισόδιο είναι και αυτό της ανεύρεσης από τον επίκουρο καθηγητή ενός χειρογράφου του Θεοτόκη, τιτλοφορισμένο στο εξώφυλλο ως "Καταδικασμένη αγάπη" με "έναν παράξενο γραφικό χαρακτήρα που ίσως να είχε γραφτεί από αριστερόχειρα ή κάποιον που έγραφε τα ελληνικά σα ξένη γλώσσα". Όμως, μερικές αράδες παρακάτω ίσως για να κάνει επίδειξη γνώσεων των ανθρώπων και της ιστορίας του νησιού, ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του να διαπιστώνει ότι "τα γράμματα στο φάκελο μπορεί και να είναι του μακαρίτη του Φίλιππου Βλάχου". Φυσικά ο Βλάχος ούτε αριστερόχειρας υπήρξε, ούτε η ελληνική ήταν ξένη προς αυτόν γλώσσα, ενώ ο γραφικός του χαρακτήρας συναγωνίζονταν σε κομψότητα τα μολυβένια στοιχεία που χρησιμοποιούσε.
Θα πείτε ότι διυλίζουμε τον κώνωπα. Γιατί όμως να μην τεθούν και τέτοια ζητήματα σε μια μυθοπλασία που προσπαθεί να βγάλει από τη μύγα ξύγκι.
Στη δεύτερη νουβέλα, που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, ο συγγραφέας προφανώς εμπνεόμενος από τις βιβλιοφιλικές εκπομπές του Πιβό ή της Γουίνφρεϊ, βάζει σε ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι, το Corfu Star, μια δημοσιογράφο - ψώνιο, να θέλει να παρουσιάσει μια ανάλογη εκπομπή με θέμα τους εκπροσώπους της νέας λογοτεχνικής γενιάς του νησιού. Οι ίντριγκες ανάμεσα στους λογοτέχνες έρχονται η μια μετά τη  άλλη και όλα αυτά για να πάρουν μια καλή θέση στην τηλεοπτική εκπομπή που προαναφέραμε! Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας δεν έχει καμία ιδέα για το πως λειτουργούν τα τηλεοπτικά μέσα της περιφέρειας, διαφορετικά θα μπορούσε να βγάλει περισσότερο χιούμορ, παρουσιάζοντάς τα και όχι δημιουργώντας ένα πλαίσιο που θα ζήλευε και το ARTE ή το Channel 4. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο συγγραφέας (;) στην κατακλείδα του σημειώματος που υπάρχει στο οπισθόφυλλο αναφέρει ότι: "Μέσα από το ΄Βιβλίο Φάντασμα΄ διατηρείται ζωντανή η λογοτεχνική παράδοση της Κέρκυρας". Αναμένουμε με ενδιαφέρον, τι άλλο θα σκαρφιστούν να προσάψουν στην  "πόλη του πόθου τους" οι "σοβαροί" λογοτέχνες.
Το δεύτερο βιβλίο γράφτηκε από την Diana Hunter, αγνώστων λοιπών στοιχείων, και τιτλοφορείται "Αιχμάλωτη στην Κέρκυρα". Εκατόν εξήντα σελίδων, εκδόθηκε από τον Π. Αργυρόπουλο, και κυκλοφορεί στους πάγκους των super - markets.
Ηρωίδα είναι η Μιράντα, μια Αγγλίδα που έρχεται διακοπές στην Κέρκυρα, για να συνατήσει τον έρωτα της ζωής της, τον Ρίτσαρντ, ¨έναν από τους πολυάριθμους καλλιτέχνες που είχαν διαλέξει τη μικρή, πανέμορφη παραλία γύρω από το ακρωτήρι του Μέλκυον". Ο Ρίτσραντ έχοντας διαβάσει τα βιβλία των αδελφών Ντάρελ θα της μιλήσει για την θεωρία ότι η Κέρκυρα είναι το νησί του Πρόσπερο και άλλα περί της οργιαστικής φύσης.
Η Μιράντα λίγες ώρες πριν πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής θα αναζητήσει τον Ρίτσαρντ, ο οποίος έχει εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Λίγες ημέρες αργότερα, στην πατρίδα της, θα διαβάσει σε μια μικρή αγγελία, ότι ζητείται γκουβερνάντα για δύο Εγγλεζάκια που ζουν στην Κέρκυρα. Φυσικά θα αρπάζει την ευκαιρία, για να επιστρέψει στην "αυθεντική μαγεία του "νησιού του Πρόσπερο". Οι περιπέτειές της μόλις αρχίζουν...

Τελικά σε τι διαφέρουν τα δύο βιβλία; Το πρώτο θέλει να πιστεύει ότι είναι σοβαρή λογοτεχνία, το δεύτερο λογοτεχνία της παραλίας ή της κουζίνας. Και τα δύο περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα. Το πρώτο -στην πρώτη νουβέλα- ανακατεύτει τον αριστερό διεθνισμό με την αλβανική βαρβατίλα και την σοδογομορική συμπεριφορά των κορφιατισών. Το δεύτερο είναι ιδανικό στο να σου ροκανίζει τον χρόνο, δίχως να σου σπάει τα νεύρα με ¨κοινωνιολογικές" παρενθέσεις. Στην "Αιχμάλωτη" η συγγραφέας περιγράφει μια Κέρκυρα έστω και ως φόντο στην ιστορία της, που ίσως ανακαλύψουν οι συντοπίτες της που θα ΄ρθουν για διακοπές. Στο "Βιβλίο φάντασμα", ο αναγνώστης που γνωρίζει το νησί, θα βάλει τα γέλια (και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολα γελάμε τελευταία).
 

Επανέκδοση:  Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης επί χρόνια γύριζε με τα χειρόγραφά του υπό μάλης, από εκδότη σε εκδότη. Προφανώς χωρίς δημόσιες σχέσεις, χωρίς να φλερτάρει κυρίες της λογοτεχνίας, χωρίς προσωπική συμμετοχή, κατάφερε τελικά το βιβλίο του να εκδοθεί.
Χωρίς διαφήμιση και αβάντες εισέπραξε ιδιαίτερα κολακευτικές κρίσεις. Η "Συνείδηση της Αιωνιότητας", θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Με αργούς ρυθμούς, το βιβλίο γινόταν γνωστό σε ολοένα και μεγαλύτερο κύκλο αναγνωστών, η διακοπή της λειτουργίας του εκδότη όμως το εξαφάνισε από τα βιβλιοπωλεία. Τελικά, δύο χρόνια μετά, ξανακυκλοφόρησε τυποτεχνικά αρτιότερο από τις εκδόσεις ¨Πατάκη".
Ο "δικός μας" Ασωνίτης, που κατάγεται από τους Καστελλάνους Μέσης, δίχως το άγχος της επιτυχίας, χτίζει υπομονετικά το επόμενό του βιβλίο.
 
 

Λαμπατίνες: Πραγματικά δεν μπορούμε να καταλάβουμε την μανία ορισμένων να εφευρίσκουν ήθη και έθιμα εκεί που ποτέ δεν υπήρχαν. Έτσι μετά από το "έθιμο" της Μαστέλας, των μοβ φαναριών του Λιστόν και της Βαρκαρόλας οι επαίοντες ανακάλυψαν ένα ακόμη ...αστικό έθιμο, αυτό της Λαμπατίνας.
Όπως όμως όλοι ξέρουν το έθιμο της Λαμπατίνας, έλκει την καταγωγή του από τα βάθη του χρόνου. Είναι ταυτισμένο με τις τελετές πυρολατρίας και πραγματοποιείται έως σήμερα σε όλα τα χωριά της Κέρκυρας. Αυτή η μαγικολατρευτική τελετή γίνεται από κάθε χωριάτικη οικογένεια το απόγευμα της γιορτής του Αη Γιάννη του Λαμπατάρη ατις 23 του Θερτή. Τοποθετούν στη μέση του δρόμου κάμποσα μάτσα αποξηραμένης ρίγανης και στην κορυφή το μαγιάτικο στεφάνι. Όταν βάζουν φωτιά, κάθε μέλος της οικογένειας, ή ακόμη και περαστικοί περνούν από πάνω της τρεις φορές. Με το έθιμο αυτό άνοιγε η περίοδος του καλοκαιριού, ενώ η πραγματοποίησή του υπόσχεται εξαγνισμό, υγεία στον καθένα που συμμετέχει και καλή τύχη στο σπίτι. Όπως σημειώνει και η Ν. Λάσκαρη στο βιβλίο της "Μια ματιά μέσα στο χρόνο": "Οι λαμπατίνες, είναι κατάλοιπο μεσ΄ τους αιώνες από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, που με αναμένες φωτιές καθάριζαν την Αθήνα από το άγος και τον λοιμό του χρυσού αιώνα, έθιμο που συμβολίζει την κάθαρση οι λαμπατίνες είναι ο εξαγνισμός με τη φωτιά, το εξαγνιστικόν πυρ των αρχαίων...". Στην περιτειχισμένη πόλη της Κέρκυρας το έθιμο αυτό δεν υπήρχε, παρά μόνο σε ορισμένα προάστια των οποίων οι κάτοικοι ζούσαν βίο αγροτικό.
Δυστυχώς όλα αυτά φαίνεται να είναι ψιλά γράμματα γι΄ αυτούς που αποφασίζουν, "για το καλό της Κέρκυράς μας και του τουρισμού", να φτιάχνουν αυτό το πολιτιστικό μπουρδέτο. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου δεν θα πέσουμε "από τη φωτιά στα κάρβουνα, στη μαύρη λαμπατίνα".
Αλλά ας μην είμαστε άπληστοι: η ματαίωση της φετινής "Βαρκαρόλας", είναι και αυτό ένα βήμα "πολιτιστικής κάθαρσης".
 

Μέσα της δεκαετίας του ΄70. Το "Χωριό" της οικογένειας Μπούα, χτιζόταν με όραμα την δημιουργία ενός άλλου τουριστικού μοντέλου. Από τότε έως και πριν μερικά χρόνια ήταν ένα ακόμη "σήμα κατατεθέν" της Κέρκυρας. Τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς το οδήγησαν στην διακοπή της λειτουργίας του. Ο Δημήτρης Μπούας μέχρι την τελευταία στιγμή πάλευε να το αναστήσει να του δώσει ανάσα ζωής μετατρέποντάς το σε συνεδριακό κέντρο. Δεν τα κατάφερε, έχασε και ο ίδιος την μάχη με τη ζωή. Ένα χρόνο αργότερα το "Χωριό", στα χέρια πιά της κρητικής οικογένειας Δασκαλαντωνάκη, αποκτά μια ακόμη ευκαιρία που ευχόμαστε να την κερδίσει.
 
 

Οι ροκ μυθολογίες, οι αναγνωστικές μας περιπέτειες με τον Μπάροουζ, τον Μπόουλς, ακόμη και τον Κόναν Ντόιλ, η μύτη του Αλ Πατσίνο  στον Σημαδεμένο: κακά τα ψέματα, οι μύθοι που εκθρέφουν  αυτόν της "παραμύθας", είναι ισχυροί, έρχονται από το βάθος του χρόνου και είναι αποτελεσματικοί όσο το λυχνάρι του Αλαντίν. Η καταπολέμησή τους μέσω της σκληρής καταστολής έχει δείξει τα όριά της και τον πονηρό της σκοπό. Οι Ιθάκες, μακρινοί απόγονοι των κοινοτήτων του Τόμας Μορ, ύστερα από μια δεκαετία και βάλε, έχουν δείξει το μέγεθός τους.
Όσον αφορά την ελληνική βιβλιογραφία για τα ναρκωτικά εκτός από κάποια θεωρητικά κείμενα, ο χώρος περιέργως δεν έχει απασχολήσει τους συγγραφείς μας.  Ίσως γιατί η γραφίδα τους δεν έχει μολυνθεί ή δεν έχει βουτηχτεί αρκούντως στο θέμα. Έτσι μια βιωματική (;) καταγραφή μιας επίπονης εμπειρίας εξάρτησης και απεξάρτησης, να μας προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε δεύτερο επίπεδο η αισθητική και η ικανότητα του συγγραφέα να παρασύρει ακόμη και τον πιο άσχετο επί του θέματος στον μακάβριο κόσμο των ναρκωτικών, είναι μια ξεχωριστή νίκη, που μάλλον θα πρέπει να έχει επιβραβευθεί από την ολιγόμηνη αλλά άκρως πετυχημένη πορεία του βιβλίου.
Το "Χωρίς ανάγκες σώμα" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Κέδρος", δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα, το ημερολόγιο ενός χρήστη. Απαλλαγμένο όχι πάντα χωρίς δυσκολία,  από τέτοιου είδους ευκολίες, το βιβλίο του κερκυραίου Χάρη Λύτα (πρόκειται περί λογοτεχνικού ψευδωνύμου) μπορεί να διαβαστεί -και να είναι αποτελεσματικό- από τους εξαρτημένους, αφού η περιπέτεια που αφηγείται είναι ειλικρινής και ιδιαίτερα καλογραμμένη, όσο και από έναν απλό βιβλιόφιλο, ο οποίος ύστερα από αρκετές ανατριχιαστικές σελίδες θα κλείσει το βιβλίο με την ελπίδα ότι ο ήρωας ως άλλος Χωκ Φιν θα στέκεται πια στην κορυφή του δέντρου χαμογελώντας στην θέα ενός ανοιξιάτικου πρωινού.
Είναι πράγματι αξιοπερίεργο πως και η Μονάδα Στήριξης Νίκος Μώρος δεν ανακάλυψε αυτό το βιβλίο, δεν το παρουσίασε και δεν το αγόρασε για να το προσφέρει σ΄ αυτούς που ίσως κάτι θα έβγαζαν διαβάζοντάς το.
Κρίμα.
 
 

Παραγωγές: Αγαπημένος τόπος για Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες η Κέρκυρα, χρησιμοποιήθηκε ως ανοιχτό πλατό από το 1924 έως σήμερα. Οι ξένες παραγωγές αν και έχουν ελαττωθεί τα τελευταία χρόνια, δεν έχουν σταματήσει να  χρησιμοποιούν το κερκυραϊκό τοπίο και την παλιά πόλη, με όποιο τρόπο βολεύει την παραγωγή.
Μόλις πριν δύο χρόνια ο γνωστός αμερικανός σκηνοθέτης  Τζιν Μακ Μπράϊντ (Χωρίς Ανάσα), γύρισε την ταινία Pronto με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Φολκ. Η υπόθεση της ταινίας αφορούσε στην ιταλική μαφία και είχε αποφασισθεί να γυρισθεί στην Νότια Ιταλία, οι ντόπιοι μαφιόζοι όμως ζήτησαν υψηλό αντίτιμο για "προστασία" και έτσι η εναλλακτική λύση ήταν η Κέρκυρα...
Η παραγωγή που είναι ακόμη στα σκαριά, αφορά την μεταφορά στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου "Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι" (στα ελληνικά από τις εκδ. Ψυχογιός),  ενός best seller, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται στην Κεφαλλονιά την περίοδο του Β΄παγκ. πολέμου. Πρωταγωνιστής θα είναι ο Σον Κόνερι και τα γυρίσματα αν όλα πάνε καλά θα αρχίσουν σε μερικούς μήνες. Ουσιαστικά αυτή θα είναι η 15η ταινία που αν και γυρισμένη εδώ, ο τόπος στον οποίο υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται η δράση της είναι άλλος. Τώρα θα είναι η Κεφαλλονιά, ενώ σε άλλες παλαιότερες παραγωγές η Κέρκυρα παρουσιάζονταν ως: Ισπανία, Αλβανία, Παρίσι, Νάπολη, Σκορπιός, Ζάκυνθος, κ.λ.π.).
 
 

Σαββατογεννημένοι και επιχορηγούμενοι: Με πενήντα εκατομμύρια επιχορηγήθηκαν από το Φεστιβάλ Αθηνών οι "Θεσμοφοριάζουσες" του Θύμιου Καρακατσάνη που πριν λίγες ημέρες είδαμε και στην Κέρκυρα. Αν στο ποσό αυτό προσθέσεις και την χορηγία των εταιρειών της Αγροτικής Τράπεζας, τότε η ιδέα των θερινών περιοδειών δεν είναι καθόλου άσχημη για μερικούς θιάσους. Και καλά το Φεστιβάλ Αθηνών η Αγροτική Τράπεζα όμως χάθηκε εκτός από τα τρανταχτά ονόματα του κέντρου να στρέψει το βλέμμα και την τσέπη της προς την περιφέρεια, εκεί δηλαδή που χρωστά την ύπαρξή της; Ούτε αυτή όμως ούτε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα δεν υποστηρίζει - έστω και με πενταροδεκάρες- οποιαδήποτε πολιτιστική προσπάθεια της περιφέρειας.
Έτσι η Κέρκυρα, μια από τις πλέον συναλλαγματοφόρες περιοχές της Κέρκυρας, που είδε τα τελευταία χρόνια να συνωστίζονται τα υποκαταστήματα των τραπεζών και σε αριθμό να ανταγωνίζονται αυτό των περιπτέρων,προσπαθεί με ελάχιστους πόρους να τα βγάλει πέρα (ενώ οι τράπεζες τα βγάζουν έξω...).
 

Υποσχέθηκε (όπως ορκίζονται μερικοί που μάλλον είχαν μεγάλα αυτιά και φαντασία...) ότι το επόμενο καλοκαίρι θα πραγματοποιήσει μουσικό φεστιβάλ στον Δήμο Εσπερίων και ότι στην επόμενη ταινία του θα κάνει γυρίσματα στην παλιά Περίθεια.
Ο Σέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα, πέρασε μερικές ημέρες των διακοπών του στην Κέρκυρα. Ο λόγος που ήρθε στην Κέρκυρα, δεν ήταν, η ύπαρξη εδώ της βίλας - μυστήριο του υιού Μιλόσεβιτς, όπως θα ήθελαν μερικοί κακεντρεχείς... Ο Εμίρης του βαλκανικού κινηματογράφου έχει διαλέξει την βόρεια Κέρκυρα ως αγκυροβόλιο του ιδιωτικού του σκάφους. Φυσικά, ύστερα από την θερμή υποδοχή των ντόπιων, δεν παρέλειψε να δώσει και μια συναυλία με το συγκρότημά του No Smoking Band στην παραλία της Αστρακερής και να τα ψάλλει για μια ακόμη φορά - στις συνεντεύξεις που έδωσε- στον πρώην συνεργάτη του Γκόραν Μπρέγκοβιτς.
 

Simona Sarchi: Μαγεμένη από τις Αόρατες πόλεις του συμπατριώτη της Ίταλο Καλβίνο η εδώ και κάμποσα χρόνια φίλη της Κέρκυρας, ιταλίδα καλλιτέχνης Simona Sarchi. Έτσι από τις 30 Αυγούστου έως τις 15 Σεπτεμβρίου, σε αίθουσα του Νέου Φρουρίου, θα εκθέσει τις δικές της ψηφιακά επεξεργασμένες Αόρατες πόλεις. Οι φωτογραφίες δικές της και του Giorgio Bondi θα εκτεθούν σε ένα ηχητικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει ο διδάσκων στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, Αντρέας Μνιέστρης.
Η έκθεση με σύνθεση από εικόνες, κείμενο, ήχο και φως, βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο όπου ο κύριος χαρακτήρας, ο Μάρκο Πόλο, αφηγείται στον Τάταρο αυτοκράτορα Κουμπλάϊ Χαν ιστορίες για πολιτείες φανταστικές στις οποίες δίνει ονόματα γυναικεία, πόλεις όπου, στην πραγματικότητα, η ζωή δυσκολεύει όλο και περισσότερο.
Στις εικόνες τίποτα σχεδόν δεν έχει μείνει στην πρωτότυπη μορφή του, όλα μετασχηματίζονται,  συνδέοντας λεπτομέρειες, πρόσωπα και χώρους, στην πραγματικότητα μακρινούς, δημιουργώντας τόπους ιδανικούς -ή  όχι- που δίνουν την αφορμή για στοχασμό ή απλά ένα ονειρικό ταξίδι.
Κατά την διάρκεια της έκθεσης, η οποία παρουσιάζεται υπό την αιγίδα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιόνιου Πανεπιστήμιου, θα πραγματοποιηθούν μουσικές εκδηλώσεις στο χώρο του Νέου Φρουρίου.
 

Ταχυδρόμος, 24 Αυγούστου 1989: Δέκα χρόνια μας χωρίζουν από την φωτογραφία. Το "βρώμικο" 1989 σε όλο του το μεγαλείο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ως πρόεδρος του κινήματος κάνει ένα διάλειμμα από την
Ελούντα και έρχεται μαζί με την Δήμητρα στην Κέρκυρα. Ο δαιμόνιος παπαράτσι την αποθανατίζει ενώ έχει μόλις εξέλθει από την πισίνα του ξενοδοχείου "Αστέρας".
Στητή και περήφανη με βήμα νικητή, χαμογελά ελαφρώς στον φακό. Το πράσινο μαγιό, ασφυκτιά υπό την πίεση της σάρκας. Τα μαλλιά μαζεμένα στο πίσω μέρος της κεφαλής, τα γυαλιά που κρύβουν το βλέμμα, η βέρα στο αριστερό χέρι: όλα υπογραμμίζουν την γήινη καταγωγή της φωτογραφιζόμενης. Η φωτογραφία είναι προκλητική: ως αποτύπωση μιας ιδιωτικής στιγμής, προκλητική για τον στερημένο αναγνώστη που έσκαγε από ζήλια για το νέο φρούτο που κρατούσε ο γέρων της Εκάλης. Ως εξώφυλλο του μισοπεθαμένου, τότε, "Ταχυδρόμου" εξέφραζε αυτό ακριβώς το πνεύμα.
Δέκα χρόνια μετά, σε συνδυασμό με το life - style των σημερινών μας ηγητόρων, η φωτογραφία αποκτά μια άλλου είδους γοητεία, φελλινικού τύπου. Για να περάσει, αμέσως μετά, στο δωμάτιο της λησμονιάς.
 

Φαταλισμός: Το Πάσχα το 5σέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού "Το παιδί μου κι εγώ", το εξ΄ ίσου πολυσέλιδο αφιέρωμα του κορυφαίου τουριστικού περιοδικού "Traveler", το "Ελληνικό Πανόραμα" και τώρα το γαλλικό περιοδικό "Biba" που πρότεινε στους αναγνώστες του την Κέρκυρα, "Το Γιβραλτάρ της Αδριατικής", για το φετινό καλοκαίρι, είναι μερικά από τα δημοσιεύματα που αλιεύσαμε και που αφορούσαν στην Κέρκυρα.
Την ίδια στιγμή, χωρίς καμιά διαφημιστική στρατηγική η Περιφέρεια και η Νομαρχία θα περιμένουν τον Αύγουστο για μερικές καταχωρήσεις σε αθηναϊκές εφημερίδες, την ίδια ώρα που άλλοι νομοί της χώρας έχουν βομβαρδίσει διαφημιστικά, τηλεόραση και κάθε λογής έντυπα. Αν με βάση αυτή τη νοοτροπία πιστεύουμε ότι όλα ρυθίζονται από τη μοίρα μας, μήπως θα έπρεπε ήδη να ψάχνουμε μια παραλία (με γαλάζια σημαία) για να φουντάρουμε...;
 

χαρτί: Μια ακόμη καθημερινή εφημερίδα η "καθημερινή Ενημέρωση", του Γιώργου Κατσαϊτη, ήρθε να προστεθεί στις ήδη έξι υπάρχουσες. Έτσι παρά τα όσα έλεγαν οι Κασσάνδρες των τελών της δεκαετίας του ΄80, ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ θα εξαφανίσουν τις εφημερίδες, συνέβει ακριβώς το αντίθετο. Ο κερκυραϊκός τύπος εμφανώς βελτιωμένος, συνεχίζει να δίνει τις δικές του καθημερινές μάχες. Στους εκδότες και δημοσιογράφους της "καθημερινής Ε" ευχόμαστε καλή δύναμη.
 

ΕΧΙΤτεύχος 24: Στη συνέντευξη του ποιητή Θανάση Χατζόπουλου που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος, ο δαίμων του DTP άλλαξε ή αγνόησε ορισμένες λέξεις από τις απαντήσεις του Θ.Χ. με αποτέλεσμα μερικές φορές να αλλοιώνεται η σκέψη του συνεντευξιαζόμενου. Ειδικότερα: στην πρώτη ερώτηση: "Η ποίηση είναι ακριβώς το ίχνος της διαδρομής και ο αναγνώστης το ακολουθεί προσπαθώντας από τις μισο - αποκαλυμμένες αλήθειες του ποιητή να βρει μια δίοδο για την δική του προσωπική αλήθεια". "Aλλωστε κι εσείς θέτετε το ερώτημα αυτό, αφορμόμενος από την ήδη διανυθείσα πορεία..." Στην δεύτερη ερώτηση: "Η έννοια του τόπου τόσο με την γεωγραφική του έννοια, όσο -και περισσότερο- με την φιλοσοφική του την καθαρά οντολογική είναι κάτι που με ενδιαφέρει και με αφορά τα μέγιστα. Συνιστά κατά την γνώμη μου τόσο την γεωδεσία του ανθρώπου όσο και την καταγωγική του μνήμη". Στην Τρίτη ερώτηση: "... πλησιάζω τις απαντήσεις που έχουν κατά καιρούς δοθεί σ' αυτόν εδώ τον τόπο.... Αυτά είναι πράγματα που με απασχολούν..." Στην τέταρτη ερώτηση: "... η σημασία της δεν πρέπει να ακυρώνεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφέρεται...". Στην Πέμπτη ερώτηση: "Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί να συγκριθεί μια τέτοια δημιουργία ή δημιουργίες μιας περιόδου με το πως κινήθηκε πολιτικά ή κοινωνικά μια ομάδα ανθρώπων", "... ανάλογα με τις εποχές άλλαξε και νόημα και περιεχόμενο". Ελπίζουμε η ορθή επανάληψη των λέξεων να βοηθήσει τους αναγνώστες ώστε να μην αλλάξει νόημα και περιεχόμενο ο λόγος του Θανάση Χατζόπουλου.
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΤΟΥ ΜΑΙΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ
Επιστροφή στο ΕΧΙΤ