Παρουσίαση Βιβλίου

"Η σιωπή είναι ενοχή..."

Βασίλης Μπούτος

Η δράση του βιβλίου "Η συκοφαντία του αίματος" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Νεφέλη", διαδραματίζεται στην πόλη της Κέρκυρας τον Ιούνιο του ΄44, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εφάρμοσαν κι εδώ το σχέδιο της "τελικής λύσης", στέλνοντας χιλιάδες εβραϊκής καταγωγής συμπατριώτες μας στους θαλάμους αερίων.

Κύριε Μπούτο, με τη "Συκοφαντία του αίματος" βρίσκεστε ήδη στο έκτο σας βιβλίο. Μέσα από μια δεκάχρονη πορεία αποπειράστε μια μεγάλη σύνθεση, ένα άκρως περιγραφικό μυθιστόρημα και μάλιστα για μια εποχή και ένα τόπο από τα οποία δεν έχετε κανένα βίωμα. Η εργασία σας αυτή ακόμη και σε πραγματολογικό επίπεδο, για έναν κερκυραίο αναγνώστη, φαντάζει τεράστια και συνάμα άκρως ¨επικίνδυνη΄΄ αφού έχει να κάνει με γεγονότα που συντάραξαν τον τόπο.

Κατ΄αρχήν θέλω να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία σας στο περιοδικό ΕΧΙΤ και θα άρχιζα την κουβέντα μας, απαντώντας έτσι στην πρώτη σας ερώτηση, λέγοντας πως το βίωμα δεν είναι βασική προϋπόθεση για έναν συγγραφέα προκειμένου να διαπραγματευτεί ένα οποιοδήποτε θέμα όσο 'επικίνδυνο' κι αν είναι αυτό το θέμα. Προφανώς αναφέρεστε σε ένα είδος βιωματικής και κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας. Όντως το μυθιστόρημα μου "Η συκοφαντία του αίματος" δεν ανήκει σ΄ αυτού του είδους τη λογοτεχνία. Η έλλειψη βιωμάτων από τα συγκεκριμένα γεγονότα που αποφάσισα να διαπραγματευτώ έπρεπε να αντικατασταθούν, όπως είναι φυσικό, από ένα ισοδύναμο πληροφοριακό υλικό, το οποίο επεξεργασμένο καταλλήλως θα μετασχηματιζόταν σε μυθιστορηματική πραγματικότητα, που είναι εξάλλου και το ζητούμενο. Το ότι 'φαντάζει τεράστια' όχι μόνο για τον κερκυραίο αναγνώστη η πραγματολογική έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής του βιβλίου μου, σημαίνει πως ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος. Αναφορικά δε με το 'επικίνδυνο' πιστεύω πως ο συγγραφέας θα πρέπει να τολμά, πρέπει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του και τις αντοχές του όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με θέματα που του εξάπτουν τη λογική και τη φαντασία. Πρέπει βεβαίως, όταν διαπραγματεύεται ιστορικά γεγονότα, να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός αλλά και τολμηρός ταυτόχρονα επειδή η 'ανάγνωση' της ιστορίας ελλοχεύει κινδύνους παρερμηνείας, στρέβλωσης κ.λ.π.

Ήδη από τις πρώτες σελίδες, τα γεγονότα τοποθετούνται σε μια συγκεκριμένη στιγμή (Ιούνιος 1944) και η Κέρκυρα περιγράφεται λεπτομερώς, όπως επίσης και ορισμένα πρόσωπα που είχαν διαδραματίσει ένα ρόλο στα γεγονότα. Π.χ. στο 5ο κεφάλαιο του 1ου μέρους, ο τότε Μητροπολίτης Μεθόδιος παρουσιάζεται ως μια αγωνιστική φυσιογνωμία, ιδιότητα που του αρνούνται ορισμένοι σύγχρονοί του. Επίσης, ο δήμαρχος της πόλης Κόλλας (σ.σ. ο τότε δήμαρχος ονομαζόταν Σπύρος Κόλλας) περιγράφεται ως αντισημίτης, ως άνθρωπος ο οποίος λεηλάτησε τα σπίτια των Εβραίων κ.λ.π. Ένας κερκυραίος αναγνώστης πως μπορεί να διακρίνει ποια είναι τα ιστορικά πρόσωπα και πια τα μυθιστορηματικά;

Είναι αυτονόητο πως ο μυθιστοριογράφος δεν εκτελεί χρέη ιστορικού. Η χρήση των όποιων ιστορικών στοιχείων, των ντοκουμέντων και του οποιουδήποτε άλλου σχετικού υλικού από τη μεριά του πεζογράφου γίνεται με κείνη την επιτρεπόμενη ελευθερία που απορρέει από την φαντασία του. Προσπάθησα να κινηθώ μεταξύ της σχολαστικής ακρίβειας της ιστοριογραφίας και της δημιουργικής ασάφειας της μυθιστορίας. Έτσι σε καμία περίπτωση δεν έχω υπ΄όψιν υπαρκτά πρόσωπα, όταν περιγράφω τους ήρωες του βιβλίου μου. Είτε αυτοί είναι Έλληνες ή Γερμανοί αξιωματούχοι, απλοί πολίτες ή ιερωμένοι όλοι είναι δημιουργήματα της φαντασίας μου και δεν έχουν καμιά σχέση με τα ιστορικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο εκείνη τη σκοτεινή περίοδο αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν. Αν θέλετε, εγώ προσπάθησα να παρουσιάσω κριτικά τα σχήματα της εξουσίας (Μητροπολίτης, Δήμαρχος, Νομάρχης, Στρατιωτικός Διοικητής, Γραμματέας του Ε.Α.Μ. κ.λ.π.) μέσω των φανταστικών προσώπων που ήταν οι φορείς αυτής της δύναμης κι όχι αυτά καθ΄ εαυτά τα πρόσωπα που την εκπροσωπούσαν. ’λλωστε ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη υφίσταται η μυθιστορηματική σύμβαση και όποιος επιχειρήσει να την καταλύσει βρίσκεται αντιμέτωπος με την επικρεμάμενη ετυμηγορία της Ιστορίας.

Η συκοφαντία του αίματος Οι υπερβολικές πληροφορίες για τον περιβάλλοντα χώρο όσο και για την ιστορία του νησιού, ίσως δεν ξεστρατίζουν επικίνδυνα πολλές φορές την αφήγηση;

Αν θεωρείτε τις πληροφορίες μου υπερβολικές για την ιστορία ενός τόπου και μιας πόλης που ως σκηνικό παίζει καταλυτικό ρόλο στο μυθιστόρημα μου, τότε θα σας παρακαλούσα να εκλάβετε αυτές μου τις υπερβολές ως λόγια ενός ερωτευμένου για την αγαπημένη του! Επικουρικά θα επικαλούμουν ένα στιχούργημα της εποχής που το άκουσα και μου άρεσε πολύ και το οποίο μεταξύ άλλων λέει: "Ο,τι αγαπούσα το αποθέωνα αρκεί να σουνα εσύ" . Και γώ θέλοντας να αποθεώσω την Κέρκυρα ίσως δεν στάθηκα όσο θα ΄πρεπε φειδωλός...

Στο δεύτερο μέρος του έργου τα παιδιά των μαύρων ημερών του Ιουνίου του ΄44 έχουν πλέον ενηλικιωθεί. Οι σύνδεσμοι τους με το παρελθόν έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και τίποτε πια δεν θυμίζει ¨τα δάκρυα και τις οιμωγές των ξεκληρισμένων...

΄΄ Πράγματι το κλίμα του δεύτερου μέρους του μυθιστορήματος είναι τελείως διαφορετικό, επειδή τελείως διαφορετική ήταν και η μεταπολεμική εποχή που ακολούθησε. Οι πρωταγωνιστές τώρα θέτουν άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους. Η χαρά της δημιουργίας, της ανασυγκρότησης, της κοινωνικής ανέλιξης, της καταξίωσης, της ερωτικής απελευθέρωσης κ.λ.π. κάλυψαν εκείνα τα δυσάρεστα γεγονότα που είχαν προηγηθεί μέχρι του σημείου να επικρατήσει μια ψευδέστατη εντύπωση, πως όντως τίποτα το δυσάρεστο δεν είχε συμβεί. Όμως στον περιορισμένο κοινωνικό περίγυρο μιας μικρής πόλης όπως είναι η Κέρκυρα, η Βέροια, τα Γιάννενα ακόμα και η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη όπου μια δραστήρια, ζωντανή και αξιόλογη κοινότητα ανθρώπων, εν-νοώ τους εβραϊκού θρησκεύματος συμπολίτες μας, αφανίστηκαν εν μια νυκτί, αφήνοντας πίσω τους τη χιλιόχρονη ιστορία τους, τις περιουσίες τους, τα σπίτια τους δεν ήταν δυνατόν να σβήσουν δια παντός σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η επιβληθείσα σιωπή ήταν αν όχι ένοχη τουλάχιστον επιλήψιμη.

Πέρα όμως από τα στοιχεία που προαναφέραμε και ίσως έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος για κάποιον κερκυραίο αναγνώστη, το βιβλίο σας λειτουργεί αυτόνομα και πέρα και ως ένα μυθιστόρημα ποταμός, μια σάγκα για μια μικρή ομάδα ανθρώπων που τους παρέσυραν οι μυλόπετρες της ιστορίας.

Νομίζω πως ακόμη κι ένα μυθιστόρημα - ποταμός για το ειδεχθέστερο έγκλημα που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν θα είναι αρκετό για να ξορκίσει το κακό που συντελέστηκε. Καμιά σάγκα όσο θρηνητική κι αν είναι δεν θα μπορέσει να μιλήσει για τα ανείπωτα. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως, δεν πρόκειται για μια μικρή ή μεγάλη έστω ομάδα ανθρώπων που τους παρέσυραν οι μυλόπετρες της ιστορίας - αυτό εξάλλου συνέβη πολλές φορές - αλλά πως για πρώτη φορά το φυλετικό μίσος, έχοντας αποκτήσει επιστημονικό και θεωρητικό υπόβαθρο έστρεψε τον άνθρωπο εναντίον του ανθρώπου και τον επανέφερε πίσω σε μια κατάσταση βαρβαρότητας, όπου τα ένστικτα καταλάγιαζαν μόνο με τη γεύση του αίματος.

Η δράση του μυθιστορήματος σας εκτυλίσσεται σε μια μικρή περιφερειακή πόλη. Είναι νομίζω το πρώτο μυθιστόρημα τέτοιου μεγέθους που έχει γραφτεί με θέμα την Κέρκυρα. Παρ΄όλα αυτά υπάρχει ένας πλούτος στις εναλλαγές των εικόνων που βοηθά αρκετά τον αναγνώστη.

Επέλεξα την πόλη της Κέρκυρας για να τοποθετήσω τη δράση του καινούριου βιβλίου μου επειδή, πέρα από την έλξη που νιώθω γι΄ αυτή, εξακολουθεί να παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη στο διάβα του χρόνου: σπίτια, μνημεία, τοπία κ.λ.π. ενώ η πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική και κοσμοπολίτικη ταυτότητα της αντανακλά εναργέστερα τη μελλοντική εικόνα της Ελλάδας, όπως αυτή έχει αρχίσει να διαμορφώνεται.

Μέσα σε έναν εκδοτικό καταιγισμό (πάνω από 5.000 νέοι τίτλοι το 1996) πιστεύετε ότι το ελληνικό μυθιστόρημα έχει κατακτήσει κάποια θέση στην πεζογραφία μας ή απλά και μόνο εκατοντάδες συγγραφείς υποκύπτουν στις απαιτήσεις των εκδοτών που θέλουν... χοντρά και περισσότερο ακριβά, βιβλία;

Ειν΄ αλήθεια πως υπάρχει ένας εκδοτικός ορυμαγδός και πως οι εκδότες επενδύουν σε χοντρά και ακριβά βιβλία. Όμως το ζητούμενο δεν είναι ο όγκος αλλά η ψυχή και το περιεχόμενο των βιβλίων. Οπωσδήποτε το αναγνωστικό κοινό κάπου δυσκολεύεται να ξεδιαλεχτεί μέσα από τους κατάφορτους πάγκους των βιβλιοπωλείων, για αυτό ο διαμεσολαβητικός ρόλος των κριτικών, των εφημερίδων και των περιοδικών θα πρέπει να έχει κύρος και αξιοπιστία για να ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι!

Σας ευχαριστούμε πολύ.
Και γώ σας ευχαριστώ που μου κάνατε την τιμή να με φιλοξενήσετε στις σελίδες του περιοδικού σας.

Επιστροφή στο ΕΧΙΤ