Ακούγεται παράξενο και για τα ελληνικά εκδοτικά ήθη μοναδικό, ένα μυθιστόρημα που παραγγέλθηκε από τον εκδότη στο συγγραφέα, με μόνη δέσμευση να αφορά μια ευρωπαϊκή πόλη, να γίνει ένα από τα καλύτερα της χρονιάς και από τα πιο εμπορικά που έχει γράψει ποτέ ο συγγραφέας. Και όμως το βιβλίο του Φίλιππου Δρακονταειδή "Συναισθηματικό ταξίδι" (εκδ. Λιβάνης) αποδεικνύει ότι ένας λογοτέχνης μπορεί να δημιουργήσει ίσως και το καλύτερο έργο του ύστερα από παραγγελία, (όπως ύστερα από παραγγελία ο Παπαδιαμάντης, ο Μητσάκης κ. α. έγραψαν μερικές από τις καλύτερες σελίδες τους). 
Γι΄ αυτή του την εμπειρία ο  Φ. Δρακονταειδής μιλά στο ΕΧΙΤ ελπίζοντας ταυτόχρονα "να βρεθεί πάλι κάποιος εκδότης να του δώσει μια ακόμη παραγγελία".

ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ

Κύριε Δρακονταειδή, το μυθιστόρημά σας Συναισθηματικό ταξίδι, όπως σημειώνετε και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, είναι ένα βιβλίο που παραγγέλθηκε στο συγγραφέα από τον εκδότη. Δεν ξέρω, αν πια αυτού του είδους οι παραγγελίες συνηθίζονται στο συγγραφικό χώρο και δη τον ελληνικό. Έχω πάντως την αίσθηση ότι ο συγγραφέας μετατρέπεται σε αρχιτέκτονα, στον άνθρωπο δηλαδή που καλείται να καλύψει κατά τον καλύτερο τρόπο το εμβαδόν που του προσφέρει ο εργοδότης του....
Νομίζω πως μπορεί κάποιος εκδότης να προτείνει σε συγγραφέα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εκδόσεών του την ιδέα ενός βιβλίου. Δεν είναι όμως καθόλου σύνηθες στον τόπο μας να επιλέγει ένας εκδότης έναν συγγραφέα με τον οποίο δεν έχει σχέση, και να του προτείνει το θέμα ενός βιβλίου. Η άποψή μου είναι πως μια τέτοια πρωτοβουλία του εκδότη αποτελεί πεδίο δημιουργικότητας για το συγγραφέα, εφόσον ερμηνεύει την πρόθεση του εκδότη ως πρόκληση συνεργασίας. Ας μην ξεχνάμε πως πολλοί Έλληνες συγγραφείς έγραψαν κατά παραγγελία, είτε η παραγγελία προερχόταν αμέσως από τον εκδότη, όπως στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη, είτε επιβαλλόταν από τον βιοπορισμό, όπως στην περίπτωση του Ξενόπουλου, ή του Βουτυρά, είτε αποτελούσε χρέος, όπως στην περίπτωση πολλών, που έγραψαν για τη δόξα του Στάλιν ή του Χίτλερ. Σήμερα, που δεν υπάρχουν λογοτεχνικές σχολές και λογοτεχνικά δόγματα ώστε να περιορίζονται οι συγγραφείς και ο εκδότης, δεν φαντάζομαι πως υπάρχει λόγος να ορίζει ο εκδότης με απόλυτη ακρίβεια το οικόπεδο στο οποίο ο συγγραφέας θα οικοδομήσει. Στη δική μου περίπτωση, ο εκδότης αρκέστηκε να μου πει πως επιθυμούσε ένα βιβλίο με άξονα ένα ταξίδι σε μια πρωτεύουσα του κόσμου. Μάλλον σε ξέφραγο αμπέλι με έβαλε παρά σε συγκεκριμένο οικόπεδο.
Θεωρώ πως η σπουδαία τέχνη, εκείνη που με συγκινεί και ανήκει σε περασμένους αιώνες της Δυτικής Ευρώπης ή της ελληνικής Αρχαιότητας, οφείλεται, μεταξύ διαφόρων άλλων παραγόντων, στο γεγονός ότι γεννήθηκε επειδή υπήρξε παραγγελία ενός ηγεμόνα ή ενός πολιτεύματος. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην έμπνευση και στη νωχέλεια που προκαλείται από την αναμονή της: συγγραφέας είναι εκείνος που γράφει, επειδή πρέπει να γράφει για κάποιον. Όσο αυτός ο κάποιος είναι ορατός, ορισμένος και απαιτητικός, τόσο καλύτερα είναι. Αν πολλοί "διαβαστεροί" συγγραφείς έβλεπαν τους αναγνώστες τους, από τους οποίους αποκομίζουν έπαρση, θα είχαν αηδιάσει και θα είχαμε γλυτώσει από τα γραφτά τους.

Τόσο ο τίτλος όσο και οι δύο φωτογραφίες που συνθέτουν το εξώφυλλο, δημιουργούν περίεργους συνειρμούς στον υποψήφιο αναγνώστη. Η νεαρά γοητευτική δεσποινίδα με την ροδαλή σάρκα και δεξιά το μικρό αγόρι με περιβολή Μόγλη και τέλος η κομψή γραμματοσειρά του τίτλου, δημιουργούν μια Bellική ατμόσφαιρα. Εντάσσεται και αυτό στο πλαίσιο του παιχνιδιού που αρχίζει από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου;
Δεν ασχολήθηκα καθόλου με το εξώφυλλο του βιβλίου. Όταν το είδα, είπα πως ο άνθρωπος που είχε ασχοληθεί με τη μακέτα, είχε συμπράξει στο παιχνίδι του βιβλίου.

Αλήθεια θα ήταν υπερβολικά προκλητικό να εντάξετε τον πίνακα του Κουρμπέ στο εξώφυλλο ή θέλατε να το αφήσετε για έκπληξη στις τελευταίες σελίδες;
Είναι αλήθεια πως συζητήσαμε δια μακρών με τον εκδότη την πιθανότητα εμφάνισης του πίνακα του Κουρμπέ στο εξώφυλλο. Ύστερα σκέφτηκα πως με αυτήν την τρόπον τινά "δημοσιότητα", θα ευτελιζόταν ο πίνακας και θα χανόταν η ιερότητα της απεικόνισης, η οποία δεν πιστεύω πως θα πάψει να με σαγηνεύει και να με καλεί να την ερμηνεύσω, γνωστού όντως πως δεν υπάρχουν λέξεις να ερμηνεύσουν το συγκεκριμένο σημείο του γυναικείου σώματος, έτσι που όλοι μας, εραστές του ωραίου, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε διατρύσει το μυστήριο και χωρίς να έχουμε καταφέρει να αναφωνήσουμε: "Εύρηκα! Εύρηκα!".

Πεδίο δράσης του πρωταγωνιστή είναι το Παρίσι και οι μεγαλοπρεπείς αίθουσες ενός παλαιού κτιρίου στο οποίο πραγματοποιούνται οι εργασίες της Διεθνούς Συναντήσεως για την Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Ταυτότητα. Ανάμεσα στις δίλεπτες εισηγήσεις των ομιλητών και στα βαρετά διαλείμματα, ο πρωταγωνιστής συναντά μια κομψή και όμορφη δημοσιογράφο. Αυτομάτως, οι δηλώσεις του Βέντερς, του Λεοτάρ, του Μοράβια και τόσων άλλων αστέρων της ευρωπαϊκής διανόησης εξαφανίζονται στην αχλή της κοινοτοπίας. Ο ερωτευμένος λογοτέχνης αρχίζει να στροβιλίζεται σ΄ ένα ερωτικό βαλς στους δρόμους του Παρισιού, μέσα σε μια βροχή από λέξεις, αρωματισμένες με το νούμερο 10 της Chanel. Ο συγγραφέας μας, παίζει από την αρχή έως το τέλος, έως την στιγμή που στην αποβάθρα του Στρασβούργου σφίγγει το χέρι του Γουσταύου Κουρμπέ. Ο Στερν γιατί δεν είναι εκεί; Έχασε το τρένο ή παραμένει στον συρμό;
Συνέβη να λάβω μέρος σε πάμπολλα συνέδρια, συμπόσια, εργαστήρια, συναντήσεις, ημερίδες, διημερίδες, κύκλους, εβδομάδες, τριήμερα και ενηάμερα περί της λογοτεχνίας, περί του μέλλοντος, περί του Τάδε τιμωμένου εν ζωή ή του Δείνα τεθνεώτος, του οποίου τα κόκαλα θα έτριζαν στον τάφο του αν άκουγε τις απύθμενες βλακείες που ξεστομίζονται από προσωπικότητες (sic), μελετητές (resic!) και λογής ειδήμονες (reresic!!) για τη ζωή και το έργο του. Στην εποχή μας, που οι λογιών "προσωπικότητες" εμφανίζονται τόσο πολύ και μιλούν εξίσου πολύ, βλέπει κανείς με τρόμο την προχειρότητα των λόγων, την ασέβεια προς το έργο, την ρηχότητα της σκέψης. Θα είχα κάθε λόγο να βγάλω τα απωθημένα μου γελοιοποιώντας τέτοιες προσωπικότητες. Αρκέστηκα να καταγράψω όσα είπε κάθε προσωπικότητα και μεγάλη μορφή που εμφανίζεται στο βιβλίο μου, αφού είχα στα χέρια μου τα πρακτικά της συγκεκριμένης Διεθνούς Συνάντησης, η οποία έγινε πράγματι, με τα πρόσωπα που αναφέρω, στην περίοδο που αναφέρω. Σε αυτή την καταγραφή, νομίζω πως είναι σαφές πως εκδηλώνω τη συμπάθειά μου προς ορισμένους, ενώ αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας κάποιους άλλους.
Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου ο Άγγλος συγγραφέας του 18ου αιώνα Λόρενς Στερν (που έχει γράψει, πρώτος αυτός, το Sentimental Journey, δηλαδή το Συναισθηματικό ταξίδι, αμετάφραστο ως αυτή την ώρα στα ελληνικά) είναι παρών. Χρησιμοποιώ κάθε συγγραφικό τερτίπι, που χρησιμοποίησε ο ίδιος ή που πιστεύω πως θα χρησιμοποιούσε αν ζούσε ανάμεσά μας και συνέβαινε να είναι φίλος μου στο βαθμό που εγώ είμαι θαυμαστής του. Έτσι, για παράδειγμα, σε ορισμένα κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, σημεία, η κύρια υπόθεση περνάει σε μακροσκελείς υποσημειώσεις, ενώ δευτερεύοντα πράγματα λέγονται στο κυρίως κείμενο. Αυτό είναι ένα εύρημά μου, που χαρίζω στον Στερν. Εκείνος μου χάρισε το εύρημα να λέω κάτι ίσια, να το ξαναλέω ανάποδα, να το σταματάω χωρίς προφανή λόγο, να το ξαναρχίζω ή να το αφήνω μετέωρο. Είμαι πεπεισμένος πως η σημερινή λογοτεχνία (η ελληνική πρωτίστως) πάσχει από μαραζωμένη κακομοιριά, δυσκοιλιότητα σοβαρότητας, ανοργασμικότητα και άλλες χρόνιες παθήσεις, όπως εγκεφαλική σύφιλη, λεκτική φυματίωση κ.λ.π. Έχουμε ξεχάσει πως η τέχνη (και συνεπώς η λογοτεχνία) προσφέρεται εκ του περισσεύματος και όχι εκ του υστερήματος. Θέλησα να πω πως νομίζω πως έχω τέτοιο περίσσευμα και πως το προσφέρω.
Όταν βέβαια ο Κουρμπέ έρχεται με τον πίνακά του, είναι μοιραίο ο Στερν να αποχωρεί. Μην ξεχνάτε πως ήταν κληρικός. Μην ξεχνάτε επίσης πως ήταν μέλος μιας ομάδας εκκεντρικών, των "Δαιμονικών", οπότε δεν έχω καμιά αμφιβολία πως είχε δει και μελετήσει τον πίνακα του Κουρμπέ πολύ πριν τον βρω εγώ μπροστά μου. Εν είδει συμπεράσματος, σας διαβεβαιώνω πως τιμώντας τον Κουρμπέ, έχω εξίσου τιμήσει τον Στερν. Πιστεύω να με καταλαβαίνετε.

Ο πίνακας του Κουρμπέ, λειτουργεί καταλυτικά είναι η στέψη ενός λεκτικού στηθαίου. Ξεκαθαρίζει προθέσεις και ολοκληρώνει το παιχνίδι της μυθοπλασίας.
Ο πίνακας του Κουρμπέ είναι πράγματι μια στέψη. Δεν ξέρω αν ξεκαθαρίζει προθέσεις και αν ολοκληρώνει κάποιο παιχνίδι, μυθοπλασίας ή άλλης κατάστασης. Θα ευχόμουν να μην ξεκαθαρίζει τίποτα και να μην ολοκληρώνει τίποτα. Η εκκρεμότητα είναι εκείνη που τροφοδοτεί τις ελπίδες μου.

Τελικά αυτό το παιχνίδι σας εκτός από τις στήλες των βιβλιοκριτικών, βρήκε και άλλους παίκτες που συμμετείχαν σ΄ αυτό. Στις παραλίες της Κέρκυρας συνάντησα δύο τέτοιους να το απολαμβάνουν υπτίως στις αμμουδιές...
Eχω πληροφορηθεί πως το βιβλίο έχει πωλήσεις. Δεν ξέρω ποιες είναι. Πάντως είναι, από όσα μπορώ να κρίνω, περισσότερες από εκείνες των άλλων μου βιβλίων. Ομολογώ πως η υποδοχή του βιβλίου από τις στήλες των εφημερίδων με εξέπληξε, επειδή δεν είμαι άνθρωπος εύκολος, ούτε αρεστός σε διάφορους επιπλέοντες. Ευχαριστώ όσους αγοράζουν το βιβλίο μου και το διαβάζουν εις υπτίαν θέσιν ή ανάσκελα, ή όπως αλλιώς θέλουν, στην αμμουδιά, στο παγκάκι, στο μπάνιο ή όπου αλλού. Γιατί όπως έλεγε η εκ Ζακύνθου μάμμη μου εκ μητρός: "Oντις κατιτίς σού στελιάζεται στο νιονιό, πάντα νιτερέσο βγαίνει".
Σας ευχαριστούμε Κι εγώ σας ευχαριστώ που με φιλοξενήσατε στις στήλες σας.

Επιστροφή στο ΕΧΙΤ