Είχα τον πιο απίθανο έρωτα. Aρχισε όταν ήμουν
οκτώ χρονών και ερωτεύθηκα βαθιά και ασυμβίβαστα με μια πεντάμορφη που
ήταν ώριμη και όμορφη. Μου έδωσε απόλαυση, εξυπνάδα, ελευθερία του πνεύματος
και άνοιξε τα μάτια μου στην ομορφιά, τις μυρωδιές , τα χρώματα, τη γνώση
,την αγάπη και το γέλιο.
Το όνομα της ήταν Κέρκυρα, το νησί των Φαιάκων,
και πιθανόν είναι μερικών εκατομμυρίων χρόνων. Επιστρέφοντας σ΄ αυτήν πρόσφατα
ήταν σαν να επισκέπτεσαι την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο που πάσχει από
μια οξεία και αθεράπευτη μορφή λέπρας - που στην καθομιλουμένη ονομάζεται
τουρισμός.
Ασφαλώς και είναι γελοίο το να περιμένεις
τα μέρη όπου μεγάλωσες να παραμείνουν όπως ήταν ενόσω εσύ γερνάς , αλλά,
κατά κάποιο τρόπο, όπως και στα τοπία και τις θαλασσογραφίες , αν και δεν
έχουν αμαυρωθεί από τον άνθρωπο, περιμένεις να παραμείνουν αμετάβλητα,
όπως , ένας όμορφος πίνακας. "Ποτέ μην επιστρέφεις σε έναν τόπο όπου ήσουν
ευτυχισμένος " , μου είπε κάποτε ο αδελφός μου Λάρι κι αυτό είναι σαν ένα
προσφερόμενο φρούτο σοφίας με μια ψίχα πίκρας φυλαγμένη μέσα του, γιατί
έχω επιστρέψει σε πολλά μέρη όπου ήμουν ευτυχισμένος και εξακολουθούσα
να είμαι. Αλλά ο τόπος που μου έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά και μαγεία ήταν
η Κέρκυρα και γι' αυτό έχω επιστρέψει πολλές φορές και έχω υποφέρει καθώς
βλέπω το θάνατο της. Ο τουρισμός είναι μια σοβαρή ασθένεια της εποχής μας.
Επιδρά εξίσου στον ξυπόλυτο και στον πάμπλουτο, οπότε γίνεται επιδημία
όπως ο Μαύρος Θάνατος που σκέπασε την Ευρώπη το Μεσαίωνα. Τώρα είναι απλωμένος
σε όλο τον κόσμο.
Οι Κερκυραίοι ήταν ευλογημένοι με μια θαυμάσια
και μαγική κληρονομιά, ένα νησί συγκλονιστικής ομορφιάς σε ολόκληρη τη
Μεσόγειο. Το τι έχουν κάνει στο νησί τους είναι βανδα λισμός πέρα από κάθε
περιγραφή. Νομίζω ότι θα πρέπε να γυρίσω πίσω μερικά χρόνια για να εξηγήσω
τι εννοώ, γιατί πολλοί που πηγαίνουν στην Κέρκυρα για πρώτη φορά δε βλέπουν
τίποτε στραβό - αναρωτιούνται γιατί κάνω τόση φασαρία. Είμαι ενήμερος όσον
αφορά τη χιλιοειπωμένη ρήση "δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το ρολόι" και
την καταλαβαίνω. Ωστόσο εκείνο που λέω είναι ότι όσο το ρολόι δουλεύει,
χρησιμοποιήστε το χρόνο σωστά και μη σπαταλάτε ό,τι έχετε. Διαφυλάξτε και
σεβαστείτε την ομορφιά που σας δόθηκε - οι επερχόμενες γενιές θα χρειαστεί
να τη μοιραστούν.
Βέβαια εγώ ήμουν τυχερός που έζησα στην Κέρκυρα
τη δεκαετία του '30, όταν ο τουρισμός μόλις είχε αρχίσει να την ανακαλύπτει,
τότε που ήταν, σαν να λέμε, μονάχα μια μαύρη υπόνοια σύννεφου στο μέγεθος
του χεριού ενός παιδιού σε έναν ούτως ή άλλως καταγάλανο ουρανό.
Θυμάμαι πως υπήρχε μία πτήση τη βδομάδα -
ένα υδροπλάνο εννοώ. Ηταν κάτι το σπουδαίο και συνέβαινε όταν συνήθως παίρναμε
το τσάι μας. Εκείνες τις μέρες το τσάι ήταν τσάι, με δαμασκηνόπιτα τόσο
μυρωδάτη όσο και το δάσος , αφράτα ψωμάκια που κολυμπούσαν στο βούτυρο
τόσο κίτρινα όσο και τα ηλιοβασιλέματα, μπισκότα τόσο ροδοκόκκινα και τραγανά
όσο και τα φύλλα του φθινοπώρου, στα οποία πρόσθετες και μια φούχτα φράουλες,
κόκκινες όπως το βελούδο, γεμάτες από χρυσά κομμάτια και περιτριγυρισμένες
από κρέμα.
Τότε
ακούγαμε όπως το πέταγμα μιας νεοεμφανιζόμενης μέλισσας, τον αμυδρό βόμβο
που σήμαινε ότι είχαμε επαφή με τον έξω κόσμο. Εγκαταλείπαμε το νοστιμότατο
τσάι μας και ανεβαίναμε τρία πατώματα για αν σκύψουμε έξω απ' τα παράθυρα
της σοφίτας του σπιτιού μας με επικίνδυνα τεντώματα και να δούμε το ιπτάμενο
σκάφος που έφτανε. Εκείνες τις μέρες είχαμε μόνο ένα φόβο από τον τουρισμό:
ένα είδος πλωτού καζίνου που ερχόταν μια φορά την εβδομάδα, λευκό σαν γάλα,
που έτριζε απ' τους πολλούς τουρίστες. Νομίζω ότι ερχόταν απ'τη Βενετία,
αλλά ίσως να ερχόταν απ' την Τριέστη. Καθώς πλησίαζε και άραζε κοντά στο
τελωνείο, όλοι εμείς τρέχαμε στο λιμάνι. Εκείνοι οι κερκυραίοι που ζούσαν
απ' τον τουρισμό και βάσιζαν το εμπόριο τους σε τούτο το σκάφος των καταδίκων,
κρεμούσαν ελπιδοφόρες και υποβλητικές ταμπέλες για να ενθαρρύνουν το ξόδεμα
των χρημάτων, ταμπέλες που έγραφαν "SOUVOONEERS CHEAP " ή " HERE WITHIN
BEST BARGAINS HAPPEN" ή την αξέχαστη " IF YOU HAVE KNOWN SANDILS HERE WE
SELL. IF YOUR SANDIL BROKE, HERE WE REPAIR IT WITH LOVE".
Οι τουρίστες ήταν ένα ανάκατο και καθόλου συμπαθητικό συνονθύλευμα - όπως
ακριβώς είναι και σήμερα, γιατί το είδος δε φαίνεται να έχει αλλάξει, μόνο
πληθαίνει. Υπήρχαν τουρίστες δύο ειδών - οι κατακόκκινοι και οι μαδημένοι
ή λευκοί στο χρώμα της κοιλιάς του ψαριού. Απαρτίζονταν κυρίως από αναιμικούς
Εγγλέζους και Γερμανούς οι οποίοι λόγω της γλώσσας τους ακούγονταν σαν
να είχαν καταρροή. Τους επιτρεπόταν να καθίσουν στην πλατεία για μια ώρα,
για ένα αναψυκτικό.
Αυτή η πλατεία, η Rue de Rivoli σε μικρογραφία,
ήταν το κέντρο της Κέρκυρας. Εδώ, αν κάποιος καθόταν σε ένα τραπέζι κάτω
από τις δροσερές πέτρινες καμάρες αρκετή ώρα, θα συναντούσε τους πάντες.
Εδώ οι υπολήψεις κουρελιάζονταν ή ανυψώνονταν. Εδώ άρχιζε το κουτσομπολιό
και σε λίγα λεπτά σαν λαγός έτρεχε σε όλη τη πόλη. Εδώ οι έρωτες, τόσο
εφήμεροι όσο και οι σαπουνόφουσκες, άρχιζαν ή τελείωναν. Ηταν το κέντρο
του μικρού μας κόσμου. Η μια ώρα που είχαν στη διάθεση τους ήταν αρκετή
για τους Γερμανούς να είναι αλαζόνες και απότομοι προς τους κερκυραίους
και για τους Εγγλέζους να παραπονιούνται για τη μυρωδιά της πόλης.
Αυτό εγώ το έβρισκα ασυγχώρητο, γιατί η πόλη
είχε ένα πλούσιο αμάλγαμα μυρωδιών, τόσο γοητευτικών όσο και το σπάνιο
άρωμα μιας ελκυστικής γυναίκας. Πάντα συνήθιζα να περπατώ μέσα στην πόλη
με τη μύτη μου σαν μουσούδα σκύλου, ρουφώντας όλες αυτές τις σαγηνευτικές
μυρωδιές που έδιναν προσωπικότητα σ' ολόκληρο το νησί. Το να παραπονιέται
κανείς γι' αυτές με πλήγωνε σαν το αποκορύφωμα της χυδαιότητας.
Πάντοτε αποφεύγαμε την πόλη όταν ερχόταν το
σκάφος με τους τουρίστες - αν μπορούσαμε. Μετά από μια ώρα παραπόνων και
κακής συμπεριφοράς, η φυλή των τουριστών στοιβαζόταν σε μια σειρά από παμπάλαια
ταξί με κατεύθυνση τα δύο μοναδικά σημεία που οι ταξιτζήδες θεωρούσαν αξιοθέατα:
το ένα ήταν το Αχίλλειο ή το Παλάτι του Κάιζερ και το άλλο η Εδρα του Κάιζερ.
Οι δρόμοι εκείνη την εποχή δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι και ήταν σκεπασμένοι
με δέκα πόντους άσπρης, λεπτής σκόνης, που κολλούσε όπως η γύρη και που
τριγύριζε πίσω από το αυτοκίνητο σαν στρόβιλος. Οποιο αυτοκίνητο ακολουθούσε
από πολύ κοντά ήταν ο παραλήπτης αυτών των δώρων. Οι κερκυραίοι ταξιτζήδες
ήταν ευχαριστημένοι. Μόλις όμως σχηματιζόταν μια φάλαγγα από δέκα ταξί
και είχαν διανύσει γύρω στα τρία χιλιόμετρα, οι περισσότεροι τουρίστες
ήταν τόσο βουτηγμένοι στον ιδρώτα και τη λευκή σκόνη ώστε έμοιαζαν με παρωδία
των καρυάτιδων. Οι φωνές και η αγανάκτηση όσο έντονες κι αν ήταν, δεν μπορούσαν
να αλλάξουν την κατάσταση και καθώς όλοι οι Ελληνες φωνάζουν έτσι κι αλλιώς,
οι οδηγοί νόμιζαν ότι οι φωνές των τουριστών ήταν κάτι το φυσικό, μια κεφάτη
συζήτηση σε μια ξένη γλώσσα. Αυτή λοιπόν ήταν η φρίκη του τουρισμού το
1935.
Θυμάμαι τη μητέρα μου προσπάθησε να επισκευάσει ένα ζευγάρι παπούτσια και
ο παπουτσής της είπε, "Κυρία μου, θα είναι έτοιμα αύριο". Η μητέρα μου,
γεννημένη στην Ινδία από τον Ραζ τον Μέγα, στάθηκε αμέσως στο ύψος των
περιστάσεων. " Αύριο;" είπε. "Εχεις στο νου σου ένα εγγλέζικο ή ένα ελληνικό
αύριο;". Με μένα δίπλα της και κατακόκκινη και ενοχλημένη βάδισε με αργά
βήματα προς την πλατεία όπου, κάτω από τις καμάρες θα απολάμβανα τις μπύρες
μου με βικτωριανό τζίντζερ. Η Μάργκω η αδελφή μου, έπινε νερωμένο κρασί
και οι αδελφοί μου χάζευαν το ούζο που έπηζε στα ποτήρια τους σαν σύννεφο.
Η μητέρα σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα, έδωσε στο αγόρι που κουβαλούσε τα
πακέτα της το αντίτιμο πέντε λιρών σε δραχμές (η μητέρα ποτέ δεν κατάλαβε
τις δραχμές) και είπε με αγανάκτηση, "στ' αλήθεια, αυτοί οι Ελληνες με
τρελαίνουν. Εκείνος ο παπουτσής είναι απίστευτα ηλίθιος. Εδώ πάντα είναι
αύριο και το αύριο ποτέ δε φαίνεται να φτάνει". Τότε ένας ηλικιωμένος τουρίστας
που καθόταν δίπλα μας, σαν να μας συλλυπούνταν, είπε " Νομίζω ότι είναι
τρομεροί άνθρωποι. Βλέπω ότι κι εσείς είστε τουρίστρια". "Κάθε άλλο ",
είπε η μητέρα μου εξαγριωμένη και αγανακτισμένη. "Είμαι κερκυραία και κανένας
ξένος δεν έχει το δικαίωμα να τους κρίνει εκτός από μένα". Η Κέρκυρα ήταν
όμορφη γιατί ήταν εκκεντρική και γεμάτη τρέλα. ¨Όταν ο παπουτσής είχε πεί
, με την ευγενική χάρη του Κερκυραίου, ότι θα έχει τα παπούτσια έτοιμα
αύριο, ζούσε σε έναν κόσμο για τον οποίο κανένας δεν είχε ακούσει τίποτα,
έναν κόσμο που θα άφηνε κατάπληκτο ακόμη και τον Αίνσταιν. Η λέξη αύριο
δεν είχε φυσικό νόημα. Γινόταν χθες, ο περασμένος μήνας , ο επόμενος χρόνος.
Ηταν ο κόσμος της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Θα μπορούσε κάποιος ή να
καταθέσει τα όπλα ή να προσχωρήσει. Kι αυτό ήταν που αντιμετωπίσαμε όταν
πήγαμε στην Κέρκυρα, γι' αυτό και αποφασίσαμε να προσχωρήσουμε και να περάσουμε
εκεί τα επόμενα ένδοξα πέντε χρόνια.
Οργανώναμε πάρτι, πίκνικ ή πολυήμερες εκδρομές
με αντίσκηνα, όντας ασφαλείς, καθώς γνωρίζαμε ότι ο καιρός θα είναι υπέροχος
και οι ακρογιαλιές και οι τοποθεσίες έρημες, με την εξαίρεση ενός κοπαδιού
από κατσίκες ή κανενός περιπλανώμενου γαιδάρου.
Κάποτε πήγαμε στη βορινή και θαυμάσια ακρογιαλιά
Αντινιώτη, όπου τα κρινάκια ξεπετάγονται μέσα από την άμμο σαν τρομπέτες
από φίλντισι και, ενώ ψήναμε ψάρι στα κάρβουνα, μας έπιασε φρίκη από την
άφιξη ενός άλλου αυτοκινήτου. Ηταν ένα χαριτωμένο δανέζικο ζευγάρι που
δεν κάθισε πολύ. Νιώθαμε ότι είχαμε γίνει πολλοί. Αυτές, λοιπόν, ήταν οι
αλκυονίδες μέρες μόλις λίγο πριν το πόλεμο. Όταν επέστρεψα στην Κέρκυρα
τη δεκαετία του '50, προς μεγάλη μου χαρά βρήκα το γοητευτικό νησί μου
σχεδόν ίδιο.
Επιστρέφοντας στις αρχές της δεκαετίας του '60 μπορούσα να δω τις ενδείξεις
εκείνες που προειδοποιούσαν τι επιφύλασσε το μέλλον. Μερικά ξενοδοχεία,
προφανώς σχεδιασμένα από τον Σαλβαντόρ Νταλί με τη βοήθεια κανενός τρελού
από το άσυλο της Κέρκυρας, είχαν ξεπεταχτεί σε ό,τι καλύτερο είχε το νησί:
στη γοητευτική του παραλία. Εκεί, στην ακτή, αυτά τα τέρατα είχαν καθίσει
ανακούκουρδα σαν δόντια που σαπίζουν. Καινούριες βίλες με το πιο εξωφρενικά
άσχημο γούστο είχαν αρχίσει να σε αγριοκοιτάζουν από τους μέχρι τότε απείραχτους
ελαιώνες στην άκρη της θάλασσας. Όταν υπέδειξα ότι όλα αυτά τα τερατώδη
κτίσματα θα μπορούσαν να χτιστούν λίγο πιο μακριά από την ακτή και επομένως
θα κρύβονταν απ' τα πυκνόφυλλα ελαιόδεντρα, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια,
ο κόσμος με κοίταζε λες και ήμουν τρελός.
Στους τουρίστες μου εξηγούσαν ευγενικά, αρέσει
να είναι κοντά στη θάλασσα. Αλλά τους αρέσει, τους ρωτούσα, να κάνουν το
μπάνιο τους σε βρωμόνερα ; Όλα αυτά θα διορθώνονταν απ' τα τεράστια έσοδα
που θα άφηναν οι τουρίστες που άρχισαν να καταφθάνουν, μου έλεγαν. Απελπισμένος,
πήγα σε έναν καλό μου φίλο που ήταν τότε υπεύθυνος του τουρισμού και του
είπα ότι ως ξένος δεν είχα το δικαίωμα να ανακατεύομαι, αλλά από αγάπη
για την Κέρκυρα ένιωθα ότι κάτι έπρεπε να γίνει για να προφυλάσσεται ο
τουρισμός από τα υποπροιόντα του. Συμφώνησε. Του είπα ότι τα καραβάνια
των οργανωμένων τουριστών δεν επρόκειτο να ωφελήσουν τους νησιώτες per
- se, μόνο τα ταξιδιωτικά γραφεία και τις τουριστικές εταιρείες θα ωφελούσαν,
εφόσον αυτού του είδους οι τουρίστες πλήρωναν στην Αγγλία ή οπουδήποτε
αλλού και επομένως οπουδήποτε αλλού και επομένως είχαν πολύ λίγα χρήματα,
εκείνους που θέλουν γαλήνη, ομορφιά και απείραχτη εξοχή, σε έναν κόσμο
που καταστρέφεται ραγδαία από τους πράκτορες του οργανωμένου τουρισμού,
του είπα. Συμφώνησε. Του είπα πως, αν υπήρχαν νόμοι και κανονισμοί για
την έκταση των ξενοδοχείων ή την αρχιτεκτονική τους και την τοποθεσία που
έπρεπε να χτιστούν οι καινούριες βίλες, ήταν ολοφάνερο ότι αυτοί οι νόμοι
δεν τηρούνταν. Συμφώνησε. Του είπα πως η αδιάκριτη ρίψη βλαβερών χημικών
για την καταπολέμηση του δάκου κατέστρεφε την χλωρίδα και την πανίδα, που
ήταν τα μεγαλύτερα και ομορφότερα αγαθά της Κέρκυρας. Συμφώνησε. Τότε,
ρώτησα, τι θα έκανε για όλα αυτά; Πρότεινε να κάνω μια επιτροπή. Του είπα
ότι εγώ, ως ξένος, Δε θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Πρότεινε να πάμε
να δούμε το δήμαρχο πράγμα που το κάναμε, και προς έκπληξη μου ο δήμαρχος
συμφώνησε με τη σύσταση της επιτροπής. Με την υποστήριξη λοιπόν μερικών
κερκυραίων με επιρροή και με το δήμαρχο ως πρόεδρο, είχαμε την πρώτη μας
συνάντηση. Επανέλαβα τους φόβους μου για το μέλλον. Αν δε γινόταν κάτι
πολύ σύντομα, τους είπα, την Κέρκυρα θα την έβρισκε το κακό που είχε βρει
και την Κόστα Μπράβα. Ολοι κούνησαν το κεφάλι τους με σοφία και είπαν τι
ωραία που τα έλεγα και πως θα έπρεπε να βάλουμε τις σκέψεις μας σε χαρτί
και στην επόμενη συνάντηση, όταν θα επέστρεφα την επόμενη άνοιξη, θα κάναμε
τα λόγια πράξη.
Την άνοιξη, ξεχειλισμένος από ενθουσιασμό,
έφτασα στην Κέρκυρα και τηλεφώνησα στο φίλο μου. "Πότε θα έχουμε την επόμενη
συνάντηση μας;" τον ρώτησα. "Δε θα έχουμε συνάντηση", μου απάντησε. "Ο
δήμαρχος διέλυσε την επιτροπή". "Με ποια δικαιολογία;". "Γιατί δεν έκανε
εκείνο που έπρεπε να κάνει". Αντιμέτωπος με τέτοια στρεψοδικία και βλακεία,
παρέδωσα τα όπλα. Αυτό συνέβη το 1965 και από τότε οι κερκυραίοι συνεχίζουν
στο χαρούμενο δρόμο τους προς την κόλαση με χειροπέδες.
Πρόσφατα ήμουν στην Κέρκυρα και έβλεπα ένα
φιλμ του BBC βασισμένο στο βιβλίο μου για την παιδική μου ηλικία εκεί με
τίτλο "My family and other animals". Ο σκηνοθέτης και οι βοηθοί του είχαν
δυσκολευτεί αρκετά ώσπου να τοποθεσίες που να θύμιζαν τις περιοχές που
περιέγραφα και που παρίσταναν την ομορφιά και τη γαλήνη της Κέρκυρας του
1935. Τώρα ακόμα και οι κερκυραίοι φίλοι μου έρχονται και μου λένε, "Αυτός
ο τουρισμός είναι τρομερός, δεν μπορείς να κάνεις κάτι; Γράψε κάτι". Σαν
ένας απέξω, μόνο συμβουλές μπορώ να δίνω, από τις οποίες οι περισσότερες
είναι δυσκολοχώνευτες και για τους τουρίστες και για τους κερκυραίους.
Πρώτον πρέπει να υπάρξει αυστηρός έλεγχος για όλες τις οικοδομές. Δεύτερον,
να σταματήσουν όλες οι νυκτερινές πτήσεις - η Κέρκυρα θα τα καταφέρει θαυμάσια
χωρίς αυτούς τους νυχτερινούς τουρίστες που διώχνουν τους ταξιδιώτες που
έχουν χρήματα. Τρίτον, κάντε κάτι με τους υπονόμους που χύνονται στην πόλη
της Κέρκυρας σε μια κλειστή θάλασσα και, επιτέλους, σταματήστε τον ψεκασμό
με τα εντομοκτόνα. Τέταρτον, οργανώστε πιο σωστή διάθεση σκουπιδιών όλων
αυτών των συντριμμιών που κουβαλάει ο τουρισμός. Πέμπτον, εφαρμόστε τους
νόμους για τις μοτοσυκλέτες που πρέπει να έχουν σιγαστήρες και βάλτε μεγάλα
πρόστιμα σε εκείνους τους "μάτσο" οδηγούς που τους βγάζουν.
Ξέρω ότι θα ήμουν τρελός και ανειλικρινής αν
έλεγα ότι δεν έμεινε τίποτα από την ομορφιά της Κέρκυρας, αλλά ό,τι έχει
απομείνει εξαφανίζεται πολύ γρήγορα. Η ομορφιά που έχει απομείνει μετά
βίας αντισταθμίζει το να είσαι στην αυλή σου με το πρωινό σου και τους
επισκέπτες σου βουτηγμένους στα εντομοκτόνα από τα αεροπλάνα που πετάνε
χαμηλά - κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά.
Ενώ καταλαβαίνω τον πόνο της Μελίνας Μερκούρη
και τις προσπάθειες της για την επιστροφή των μαρμάρων του Ελγίνου στην
Ελλάδα - όπου νομίζω ότι ανήκουν - εκείνο που ξέρω είναι ότι εκεί που βρίσκονται
τώρα είναι ασφαλή και θα επιθυμούσα να έστρεφε την προσοχή της και το αναμφίβολο
ταλέντο της στην αποτροπή της βεβήλωσης ενός άλλου κομματιού της ελληνικής
κουλτούρας, φτιαγμένου όχι από τον άνθρωπο αλλά από τη φύση. Τα τεχνητά
πράγματα, αν και θαυμάσια, μπορούν να ξαναφτιαχτούν. Ακόμα είναι, πιθανό
ότι ένας άλλος Μότσαρτ ή ένας άλλος Ρέμπραντ θα μπορούσαν να εμφανιστούν.
Αλλά η φύση, άπαξ και καταστραφεί, ποτέ δεν ξαναδημιουργείται και η φύση
είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας χώρας όσο είναι και τα μνημεία
της και οι καθεδρικοί της ναοί.
Ικετεύω, λοιπόν, τους υπουργούς πολιτισμού της Ελλάδας να στρέψουν την προσοχή τους σ' αυτό το θέμα, αρχίζοντας από το πιο όμορφο απ' όλα τα νησιά - την Κέρκυρα.