Συγγραφέας ολιγογράφος
αλλά ιδιαίτερα αγαπητός στους
Έλληνες αναγνώστες, ο Αλέξης
Πανσέληνος, με το νέο του
μυθιστόρημα " Ζαιδα ή Η καμήλα
στα χιόνια ", φιλοδοξεί να
συναντηθεί με τα μεγάλα αιτήματα
των καιρών μας που αφορούν την
πορεία της χώρας μας μέσα στον
Ευρωπαϊκό χώρο. Δίχως να
ενστερνίζεται τισ απόψεις των
νεοορθοδόξων, στέκεται κριτικά και
απέναντι στον ορθολογισμό των
Δυτικών και όσα προβλήματα αυτός
δημιούργησε.
Η " Ζαίδα"
είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που
διαδραματίζεται στα τέλη του 18ου
αιώνα. Δύο πρόσωπα, ο μυστηριώδης
συνθέτης Χρυσόστομος Μαζαρίνι , και
ο λόγιος κόντε Ροϊλός, συναντούνται
στην πολιορκημένη απο τους
Ρωσοτούρκους Κέρκυρα και στη
συνέχεια διασχίζουν την ελεγχόμενη
απο τον Αλή Πασά , Ήπειρο,
αναζητώντας απάντηση στα
ερωτηματικά που τους βασανίζουν ,
ερωτηματικά που ακόμη και σήμερα
παραμένουν στην επικαιρότητα.
Το μυθιστόρημα
του Αλέξη Πανσέληνου, ένα απο τα
πλέον ενδιαφέροντα που έχουν
γραφτεί τα τελευταία χρόνια, έχει
προταθεί για το Ευρωπαϊκό Αριστείο.
ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΠΗΡΕ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ
ΕΧΙΤ :-Κύριε Πανσέληνε
συνολικά σε ένα διάστημα 14 ετών
γράψατε 5 βιβλία. Από αυτά τα τρία
είναι μυθιστορήματα και από όσο
είμαι σε θέση να γνωρίζω ιδιαίτερα
αγαπητά σε νέους ανθρώπους.
Ιδιαιτέρως σ΄ αυτούς που αναζητούν
βασανιστικά ένα κάποιο πλάτωμα στη
ζούγκλα των χιλιάδων βιβλίων που
φτάνουν στους πάγκους των
βιβλιοπωλείων. Φαντάζομαι η
συγγραφή ενός βιβλίου για εσάς δεν
θα είναι μια εύκολη διαδικασία.
Αλέξης
Πανσέληνος: Η
συγγραφή ενός μυθιστορήματος δεν
είναι ποτέ εύκολη, αυτό όμως δε
σημαίνει πως δεν είναι και μια πολύ
ευχάριστη διαδικασία. Είναι μια
συναρπαστική περιπέτεια το γράψιμο
ενός μυθιστορήματος. Εγώ πάντα έτσι
το έβλεπα. Αρχισα να γράφω μικρός.
Από τη μια διασκέδαζα διαβάζοντας
μυθιστορήματα κι από την άλλη
γράφοντας τα δικά μου. Η διασκέδαση
παρέμεινε. Αλλά ταυτόχρονα
εμφανίστηκε με τα χρόνια, κι ένα
είδος ευθύνης για το κείμενο, μια
συναίσθηση του πολύ σπουδαίου
αυτού πράγματος που είναι η δουλειά
του συγγραφέα. Αυτή η ευθύνη
πολλαπλασιάζει τελικά την απόλαυση
της δημιουργίας καθώς βάζει
στόχους και καθήκοντα - αν μπορεί να
το πει κανείς έτσι. Συγκρίνεις με τα
βιβλία και με τους συγγραφείς που
θαυμάζεις. Μετράς το ποσοστό της
επιτυχίας σου. Κι αυτή η προσπάθεια
είναι και βάσανο και πολύ μεγάλη
απόλαυση.
ΕΧΙΤ: Τα τελευταία χρόνια
βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια
εκδοτική πλημμυρίδα. Αυτό που έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το
γεγονός ότι ο έλληνας αναγνώστης
δεν έχει την βοήθεια που θα έπρεπε
από την κριτική. Τα περισσότερα
βιβλία αντιμετωπίζονται
ισοπεδωτικά, αφού καλοί, κακοί,
γνωστοί και φίλοι παρουσιάζονται
με την ίδια θέρμη. Όταν βεβαίως ο
αναγνώστης διαβάσει το βιβλίο και
ανακαλύψει περί τίνος πρόκειται,
και αν αυτό συμβεί αρκετές φορές, θα
αποστρέψει το βλέμμα του τόσο από
τους κριτικούς όσο και από τα
βιβλία (κάτι ανάλογο εξάλλου συνέβη
παλαιότερα και με το Νέο Ελληνικό
Κιν/φο).
Α.Π. Καταλαβαίνω τι λέτε.
Όμως η ευθύνη του συγγραφέα
τελειώνει με το έργο που παραδίνει.
Από κει και πέρα το βιβλίο -μάλλον
αβοήθητο, τείνω να συμφωνήσω- έχει
την δική του τύχη. Πιστεύω πάντως
πως τα καλά βιβλία δεν θάβονται
εύκολα. Λειτουργεί πολύ η φήμη, το
«από στόμα σε στόμα». Η κριτική
γράφει κι αυτή την δική της ιστορία,
με τα μέσα που διαθέτει, με τον
τρόπο με τον οποίο ασκείται και με
την ανταπόκριση που αποκτά στο
κοινό. Δεν είμαι ο πρώτος που το λέω
-και δεν είμαι από τους συγγραφείς
που χτυπήθηκαν από την κριτική-
αλλά είναι προφανές ότι η κριτική
βιβλίου στην Ελλάδα σήμερα δεν
ασκείται από πρόσωπα που διαθέτουν
όλα την αισθητική παιδεία που
απαιτείται για να ασκηθεί.
ΕΧΙΤ: -Τελευταίο σύμπτωμα
αυτής της κατάστασης είναι ο θεσμός
των διαφόρων λογοτεχνικών
βραβείων. Οι περισσότεροι
αναγνώστες πιστεύουν ότι αυτά
είναι μια εσωτερική υπόθεση
διαφόρων κύκλων. Η αναξιοπιστία
τους έχει άμεση σχέση και με το
γεγονός ότι δεν βοηθούν τα
βραβευμένα βιβλία στις πωλήσεις
και επομένως στην επαφή τους με ένα
μεγαλύτερο κοινό.
Α.Π.: Τα βραβεία είναι μια
άλλη ιστορία. Σας θυμίζω πως από τις
αρχές του αιώνα που δίνεται κάθε
χρόνο το Νόμπελ λογοτεχνίας, είναι
ζήτημα αν έχουν βραβευθεί μ΄ αυτό
δέκα συγγραφείς που να διαβάζονται
ακόμα σήμερα. Το έργο μιας
επιτροπής είναι ούτως ή άλλως
δύσκολο. Ανάμεσα στην πλημμυρίδα
τίτλων που βγαίνουν κάθε χρόνο, μια
επιτροπή δεν μπορεί παρά να
αδικήσει έναν αριθμό βιβλίων ή
συγγραφέων που θα άξιζαν τη
βράβευση αλλά δεν στάθηκε δυνατό να
διαβαστούν. Η βράβευση είναι λοιπόν
ένα είδος «συμβιβασμού». Τι άλλο να
γίνει; Μια κριτική επιτροπή, επίσης,
πρέπει να σημειώσετε, αποτελείται
από συγκεκριμένα άτομα. Το καθένα
απ’ αυτά έχει πίσω του ορισμένα
διαβάσματα (λίγα ή πολλά) και μια
παιδεία (μικρή ή μεγάλη) που
προδιαγράφει τις επιλογές και τα
γούστα του. Οι επιτροπές κρίνουν
και βραβεύουν τα βιβλία που είναι
σε θέση να εκτιμήσουν. Είναι πολύ
φυσικό και πολύ ανθρώπινο. Κι
έπειτα, τι τα θέλετε, τα βιβλία δεν
γράφονται για να βραβευτούν.
Γράφονται γιατί έπρεπε να γραφτούν.
Βγαίνουν στο κοινό κι από κει και
πέρα είναι ευθύνη του κοινού τι θα
κάνει μ΄ αυτά, τι θα καταλάβει και
τι θα εκτιμήσει. Εκεί που θα ΄πρεπε
να υπάρξει η παρέμβαση των
«αρμοδίων φορέων και παραγόντων»
-΄όπως τους λέμε- είναι στην
παιδεία, στην προετοιμασία του
εδάφους για την υποδοχή των
βιβλίων. Αλλά έτσι ανοίγουμε πολύ
μεγάλη συζήτηση και μάλλον δεν
είναι του παρόντος.
ΕΧΙΤ: -Ας περάσουμε όμως στο
βιβλίο σας «Ζαΐδα ή Η καμήλα στα
χιόνια», ένα αρκετά φιλόδοξο όσο
και πρωτότυπο για τα ελληνικά
δεδομένα εγχείρημα. Η
ιδιαιτερότητα του βιβλίου αυτού
εκτός όλων των άλλων έγκειται και
στο ότι είναι ανοιχτό σε πολλούς
τύπους αναγνωστών. Δεν αποδιώχνει
έναν αναγνώστη που δεν έχει
ιδιαίτερες γνώσεις για το
συγκεκριμένο ιστορικό και
κοινωνικό πλαίσιο. Η πρόσβαση είναι
ελεύθερη σε όλους και ιδιαιτέρως σε
αυτούς που τους αρέσουν οι γρίφοι,
τα παιχνίδια της ιστορίας και η
περιπέτεια της γραφής.
Α.Π.: Η Ζαΐδα γράφτηκε σαν
ένα μυθιστόρημα περιπετειών. Ήθελα
πάντα να γράψω ένα βιβλίο σαν
εκείνα που μ΄ ενθουσίαζαν και με
μάγευαν σαν ήμουνα μικρός. Γι΄ αυτό
είναι πολύ έντονος στο βιβλίο αυτό
(βοηθά και η εποχή και ο τόπος που
διαδραματίζεται η ιστορία) ο
χαρακτήρας της περιπέτειας. Μπορεί
ο αναγνώστης να μείνει σ’ αυτό το
στοιχείο της Ζαΐδας και νομίζω πως
θα έχει αμειφθεί καλά ο κόπος του.
Μπορεί να πάει και λίγο πιο κει, αν
αναγνωρίσει τα πρόσωπα που
συμβολίζουν οι δύο κύριοι ήρωες, ο
Χρυσόστομος Μαζαρίνι και ο Ανδρέας
Ροϊλός. Η πρόκληση να αναγνωρίσεις
τα πρότυπα που χρησιμοποιήθηκαν
για τη σύνθεση αυτών των δύο
προσώπων, με στοιχεία παρμένα από
την βιογραφία τους, δίνει ένα
αστυνομικό ενδιαφέρον στο
μυθιστόρημα. Πέρα κι από αυτό,
υπάρχει, αν ο αναγνώστης έχει την
έφεση και την ευαισθησία σε αυτού
του είδους τα θέματα, ένα ολόκληρο
ζήτημα που αφορά την ταυτότητα του
δικού μας πολιτισμού - κατά πόσο
είναι δυτικός και κατά πόσο όχι,
ποιο είναι το πιθανό μέλλον της
τέχνης μας, της δυτικής τέχνης και
του πολιτισμού. Μα κι άλλα ζητήματα
όπως το πολιτικό πρόβλημα της
ανεξαρτησίας και της διατήρησης
της ταυτότητας ενός λαού μικρού και
απομονωμένου εδώ κάτω στην
νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης...
ΕΧΙΤ: -Ένας από τους ήρωες του
βιβλίου ο Μαζαρίνι είναι ένας
άνθρωπος που περιπλανάται στην
ταραγμένη από τους άνεμους της
Γαλλικής Επανάστασης, Ευρώπη, περνά
από την Κέρκυρα και από εκεί στην
Στερεά Ελλάδα. Δεν είναι το μοντέλο
του φιλέλληλα περιηγητή που έχουμε
συνηθίσει. Ο ίδιος δεν επιλέγει
αυτή την διαδρομή, η επαφή του όμως
με αυτούς τους χώρους του δίνουν το
κλειδί για να λύσει το καλλιτεχνικό
αδιέξοδο που είχε περιέλθει ως
μουσικός.
Α.Π.: Ο Χρυσόστομος Μαζαρίνι
είναι το άκρο αντίθετο του
«φιλέλληνα περιηγητή». Οι άνθρωποι
αυτοί που επισκέφτηκαν την Ελλάδα
την εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν
άνθρωποι με παιδεία κι έρχονταν με
μια έτοιμη από τα πριν ιδέα για το
τι έπρεπε να συναντήσουν. Και η ιδέα
αυτή ήταν ουσιαστικά το προϊόν της
γνώσης τους για την ένδοξη Ελλάδα
της αρχαιότητας. Οι περισσότεροι
από αυτούς απογοητεύτηκαν οικτρά
και το έγραψαν στα βιβλία τους. Ο
Μαζαρίνι είναι ένας άνθρωπος που
μάλλον αγνοεί τα πάντα γύρω από την
Ελλάδα, ένας συνθέτης από τη Βιέννη
της εποχής (το ιταλικό του όνομα
είναι ψευδώνυμο) και έρχεται εδώ
τελείως ανοιχτός και
απροκατάληπτος. Μαγεύεται σιγά -
σιγά από τον τόπο και τους
ανθρώπους και από την τέχνη τους.
Και σ’ όλα αυτά που γνωρίζει εδώ
βρίσκει τις απαντήσεις στα
ερωτηματικά και στις αμφιβολίες,
στα αδιέξοδα στα οποία έχει
οδηγηθεί ο ίδιος σαν δημιουργός.
Αυτή η περιπέτειά του, περιγράφει
ουσιαστικά την σύνθεση που υπάρχει
μέσα σε όλους μας από τα στοιχεία
που ανήκουν στον ντόπιο, τον γηγενή
πολιτισμό και σ’ εκείνα που μας
έχουν έρθει από την Δύση -μετά την
Επανάσταση-, όλα τα νέα στοιχεία που
συνθέτουν το ευρωπαϊκό πνεύμα, που
όμως στη βάση τους είναι τα
ξαναεπεξεργασμένα στοιχεία του
δικού μας πολιτισμού.
ΕΧΙΤ: -Στον δεύτερο ήρωα, τον
κόμη Ροϊλό, βλέπουμε να
συμπυκνώνονται όλα εκείνα τα
στοιχεία που συνέθεταν την
επτανησιακή ιδιαιτερότητα της
εποχής. Είναι μαζί ένας μεγάλος
ποιητής και ένας φιλελεύθερος
άνθρωπος εμπνευσμένος από τα
οράματα της γαλλικής επανάστασης.
Και γι΄ αυτόν η εμπειρία του στα
ηπειρωτικά βουνά θα είναι
καταλυτική.
Α.Π.: Ο Ανδρέας Ροϊλός
δανείζεται πολλά στοιχεία από τον
Σολωμό. Υπάρχει εδώ μια εξαιρετική
ευαισθησία σ’ αυτά τα πρόσωπα, που
τα πρότυπά τους ποτέ δεν θα
μπορούσαν να συναντηθούν -του
Μότσαρτ (στον οποίο μοιάζει ο
Μαζαρίνι) και του Σολωμού (στον
οποίο μοιάζει ο Ανδρέας Ροϊλός). Ο
Μότσαρτ είχε ήδη πεθάνει κι ο
Σολωμός μόλις είχε γεννηθεί στα 1799
που διαδραματίζεται η ιστορία της
Ζαΐδα. Από τον Σολωμό έχει την αγάπη
για τον ελληνισμό και την Ελλάδα,
την αγωνία για την απελευθέρωση του
Έθνους και την αγωνία του
καλλιτέχνη που καίγεται από την
επιθυμία να εκφραστεί και να
δημιουργήσει στη γλώσσα «της μάνας
του» σε μια εποχή που η τέχνη του
λόγου ασκείται είτε στα ιταλικά
είτε σε μια αρχαΐζουσα γλώσσα, τα
γλώσσα των λογίων, που όμως είναι
νεκρή γιατί δεν υπάρχει στην
πραγματικότητα, δεν μιλιέται από
τον κόσμο και συνεπώς δεν μπορεί να
εκφράσει στον εσωτερικό ανθρώπινο
κόσμο με τον οποίο ασχολείται η
ποίηση της εποχής.
ΕΧΙΤ: -Ο αναγνώστης
αναγκαστικά οδηγείται να συγκρίνει
τις συμπεριφορές του λήσταρχου
Γκέκα και του κόμη Ιωάννη
Καποδίστρια. Εσείς μάλλον
προκρίνεται την κοσμοθεωρία του
ληστή Γκέκα και του καπετάν Τσάρα
παρά του Καποδίστρια και τον
Θεοτόκη...
Α.Π.: Ο Καποδίστριας είναι
το μόνο πρόσωπο (μαζί με τον Αλή
πασά) που την εποχή εκείνη
βρίσκεται στην ηλικία στην οποία
παρουσιάζεται στο βιβλίο. Αυτή η
εξαιρετική πολιτική μορφή του
Ελληνισμού, την εποχή εκείνη, όπως
ήταν πολύ φυσικό, διαπνέεται από
την βεβαιότητα πως η απελευθέρωση
του Έθνους θα γίνει μέσα από
προσεκτικούς διπλωματικούς
χειρισμούς. Η ιστορία -και η
μετέπειτα πείρα του- του έδειξαν
και του Καποδίστρια πως η ελευθερία
δεν χαρίζεται από κανέναν αν δεν
χυθεί αίμα κι αν δεν προηγηθεί
ένοπλος αγώνας. Και αυτό είναι που
βλέπει ο φίλος του ο Ροϊλός πάνω στα
σουλιώτικα βουνά. Είναι μια
αποκάλυψη γι’ αυτόν και για τον
Καποδίστρια και γενικά γι’ αυτούς
τους ανθρώπους που η πείρα τους από
την ζωή ίσαμε τότε στα Ιόνια δεν
τους βοηθούσε να καταλάβουν τι
συνέβαινε στην απέναντι ακτή όπου
ήδη, πολύ πριν από την Επανάσταση,
οι κλέφτες των βουνών συγκρούονταν
με τις δυνάμεις της κατοχής.
ΕΧΙΤ: -Στην Κέρκυρα των
ημερών της πολιορκίας της από τους
Ρωσότουρκους, οι περιγραφές σας του
χώρου της κατάστασης, πολιτικής,
πολεμικής και κοινωνικής είναι
θαυμάσιες. Ίσως γιατί εκεί οι ήρωες
σας αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι
βρίσκονται μπροστά «σε μια
συντέλεια του κόσμου όπως τον
γνωρίζαμε ως τώρα....».
Α.Π.: Η κατάσταση στην
Κέρκυρα τα χρόνια εκείνα είναι μια
μεγάλη πρόκληση για τον
μυθιστοριογράφο. Κι επειδή
χρειαζόταν να υποστηρίξω τις
«αυθαιρεσίες» μου στο επίπεδο των
προσώπων της Ζαΐδας με αντίβαρο την
ακρίβεια στην ανασύνθεση της
εποχής, προσπάθησα με πολλή μελέτη
να αναπαραστήσω όσο πιο πειστικά
γινόταν τον τόπο και την ατμόσφαιρα
των χρόνων εκείνων. Είναι πράγματα
που προσφέρονται μόνα τους. Οι
Ευρωπαίοι μυθιστοριογράφοι έχουν
γράψει τόσα και τόσα για την
γαλλική επανάσταση και για τους
ναπολεόντειους πολέμους. Υπάρχει
και στη δική μας ιστορία εκπληκτικό
υλικό για να αξιοποιήσει κανείς τη
φαντασία του. Ήταν κρίμα να περνά
έτσι, χωρίς κανείς να έχει γράψει
γι’ αυτές τις εποχές. Ταυτόχρονα
βρισκόμαστε στο πέρασμα σ’ έναν
άλλο αιώνα, σε μια εποχή τελείως
διαφορετική απ΄ ό,τι είχε υπάρξει
ίσαμε τότε - όπως και σήμερα, νομίζω,
που βρισκόμαστε και πάλι στο