"Πες στη μορφίνη, ακόμη την ψάχνω"

της Νικόλ Ρούσσου

Το "Πες στη μορφίνη, ακόμη την ψάχνω" είναι το πρώτο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου και ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα που κυκλοφόρησαν την χρονιά που μας πέρασε. Το "Πες στη μορφίνη..." σε πρώτο επίπεδο είναι το χρονικό της φιλίας ενός νεαρού περιθωριακού ατόμου με την γάτα του. Όμως αυτό που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι τόσο οι χαρακτήρες (έρχονται κατευθείαν από το βασίλειο των εν Ελλάδι καταραμένων περιθωριακών) που δεν εξαντλούνται σε μια καρικατουρίστικη και εξυπνακίστικη περιγραφή. Η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί η Ρούσσου είναι τόσο ζωντανή και πεζοδρομιακή (σλαγκ) που αρχικά μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη που είναι συνηθισμένος στο clean ύφος των Ελλήνων συγγραφέων, στη συνέχεια όμως (και αυτό αποτελεί μια μεγάλη νίκη της συγγραφέως) αυτή η γλώσσα μετατρέπεται σε μια αφηγηματική highway την οποία θα διατρέξει με ιδιαίτερη ευχαρίστηση.

ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΕ Ο  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ

-Το «Πες στη μορφίνη, ακόμα την ψάχνω» είναι το πρώτο σας βιβλίο, το οποίο μάλιστα από μερίδα της κριτικής έχει κριθεί ευνοϊκά ενώ παράλληλα είχε και μια θετικότατη αντιμετώπιση από το αναγνωστικό κοινό, αφού ήδη έχει κάνει τρεις επανατυπώσεις. Το γεγονός αυτό κατά πόσο επηρεάζει την πορεία σας ως συγγραφέα».
Ένα βιβλίο, όσο καλά και να πάει, δεν είμαι σίγουρη ότι είναι αρκετό για να χαρακτηρίσει κάποιον «συγγραφέα». Σίγουρα είναι μια δυνατή, ενθαρρυντική αρχή. Μπορεί όμως να λειτουργήσει και σαν δίκοπο μαχαίρι.
Από τη μια μεριά η θετική ανταπόκριση δίνει κουράγιο για τη συνέχεια και δημιουργεί τις προυποθέσεις για την υποδοχή του επόμενου βιβλίου. Χτίζει ένα καλό όνομα που βοηθάει στο να υπάρχει πιο εύκολη πρόσβαση σε δημοσιογράφους, κριτικούς κ.λ.π. και στο να σχηματιστεί ένα αναγνωστικό κοινό που θα αναζητήσει πλέον τη νέα δουλειά του συγκεκριμένου συγγραφέα.
Από την άλλη όμως, ο συγγραφέας κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα της τυποποίησης, αναπαράγοντας τη συνταγή της αρχικής επιτυχίας ή να κριθεί σκληρότερα για τη δεύτερη προσπάθεια αν επιχειρήσει κάτι διαφορετικό. Πέρα από το γεγονός ότι είναι αρκετά βαρύ από μόνο του το άγχος της διατήρησης του «καλού ονόματος». Κι αυτό είναι ένα άγχος που δεν έχω αποφύγει. Θέλω η επόμενη δουλειά να είναι τουλάχιστον το ίδιο καλή αν όχι καλύτερη από την πρώτη, αλλά παράλληλα αρνούμαι να χάσω την ευχαρίστηση που μου δίνει η πράξη της γραφής και να πέσω στον πανικό του πως θα κριθώ. Όπως και να' χει, πρώτα από μένα την ίδια θα κριθώ και πρώτα εμένα θα΄ θελα να ικανοποιήσει αυτό που κάνω. Και από θέμα ποιότητας και από θέμα απόλαυσης.

-Η «Μορφίνη» αν και έτοιμη πριν έξι περίπου χρόνια μόλις πέρυσι τον Ιούλιο βρήκε το δρόμο της στα βιβλιοπωλεία. Αυτό έχει να κάνει με δικές σας αναστολές που αφορούσαν το ίδιο το βιβλίο ή υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που ευνόησαν αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση;
Και τα δύο. Αφ' ενός εγώ η ίδια δεν το κυνήγησα δυναμικά. Το τρακ του πρωτάρη, η αβεβαιότητα του αν θα πήγαινε καλά το βιβλίο ή αν τολμούσα κάτι άσκοπο, ο φόβος της απόρριψης, η παντελής απουσία γνωμών όλα αυτά λειτουργούσαν ανασταλτικά.
Αφ΄ ετέρου, οι λίγες προσπάθειες που έκανα δεν απέδωσαν και ό,τι καλύτερο. Μέχρι ν' ακούσω το «ναι» από την «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ», ο ένας εκδότης είχε πρόβλημα με τη γλώσσα, ο άλλος με το θέμα, άλλος πάλι θεωρούσε ότι μια έκδοση πάει πακέτο με σεξουαλικές υποχρεώσεις, άλλος είπε το δικό του «ναι» όταν ήδη η «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ» είχε αρχίσει να τυπώνει και άλλος θεώρησε ότι όχι μόνο δεν θα το εξέδιδε αλλά ότι «δεν θα υπήρχε ποτέ κανείς που θα το αποφάσιζε τόσο αισχρή που ήταν η γλώσσα»! Σ' αυτόν τον τελευταίο το χρωστάω που μ' έπιασε το πείσμα και ξεκίνησα πιο ουσιαστικές προσπάθειες. Ένα μήνα μετά την απόρριψή του βρέθηκα να κλείνω με τους τωρινούς εκδότες μου.

-Το επί εξαετία «συρταρωμένο» σας βιβλίο δεν λειτούργησε ως καταραμένο απόθεμα; Δεν το ξεπεράσατε σε τέτοιο βαθμό που να μην σας εκφράζει ως γραφή και ως θέμα;

Δεν θα μπορούσα ποτέ τη Μορφίνη σαν κάτι καταραμένο. Ιδιαίτερα σαν «καταραμένο απόθεμα». Ως θέμα σίγουρα το ξεπέρασα, τουλάχιστον στο βαθμό του να ξαναγράψω κάτι παρόμοιο. Και για να αποφύγω την επανάληψη του εαυτού μου, και γιατί ό,τι είχα να πω στο συγκεκριμένο το είπα. Παραλλαγές κάποιων προβληματισμών μπορεί να αναπτυχθούν σε μελλοντικές δουλειές αλλά με άλλον τρόπο.
Ως γραφή, παρ΄ όλο που στο βαθμό που πειραματίστηκα μάλλον δεν θα την ξαναεπιλέξω, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει πάψει να με εκφράζει. Η Μορφίνη γράφτηκε έτσι για κάποιους λόγους. Ο πρώτος είχε να κάνει μ' ένα στοίχημα που έβαλα κάποτε για το αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί υβριστική γλώσσα σε λογοτεχνικό κείμενο και να εκδοθεί. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την ανάγκη μου για ρεαλιστική απόδοση κάποιων καταστάσεων. Και ο τρίτος, στην κινηματογραφική αίσθηση που είχα και που επεδίωκα να περάσω όταν το 'γραφα.
Κάθε ιστορία έχει την δική της ατμόσφαιρα. Αν γράψω σε άλλο στιλ οι ήρωες θα μιλάνε αλλιώς. Αν όμως σε μιαν άλλη ιστορία υπάρξει ένας ήρωας που να δικαιολογεί αυτή τη γλώσσα σίγουρα θα μιλάει με παρόμοιο τρόπο. Διαφορετικά Δε θα' ναι αληθοφανής.

-Τόσο ο τίτλος, όσο το θέμα αλλά και ο τρόπος γραφής εμπεριέχουν πρόκληση. Οι ήρωές σας ακροβατούν μεταξύ παρανομίας και περιθωρίου. Για τον πρωταγωνιστή είναι ίσως επιλογή του για τον περίγυρό του όχι. Την στάση του αυτή την πληρώνει αφού μεταμορφώνεται σε ένα σύγχρονο αντάρτη στα βουνά της Σάμου...

Θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς θέμα οπτικής. Προσωπικά πιστεύω ότι οποιαδήποτε απόφαση ή στάση ζωής πληρώνεται μ΄ ένα τίμημα, πολλές φορές, ανάλογα με το πόσο συνειδητά γίνεται αυτό, αρκετά σκληρό. Το κύριο πρόσωπο στο βιβλίο έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια ζωή κοινωνικά αποδεκτή που θα την ένιωθε σαν φυλακή, ή μια ζωή στο περιθώρο που έκρυβε κινδύνους αλλά όχι τέλμα. Τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει. Ό,τι από τα δύο κι αν αποφάσιζε το τίμημα θα ήταν βαρύ. Με το συγκεκριμένο χαρακτήρα είναι θέμα χρόνου να το πληρώσει γιατί η ακροβασία του είναι συνειδητή επιλογή. Κι αυτά πληρώνονται... Αλλά εκεί είναι η «μαγκιά». Στο «ήξερα παρ΄ολ΄ αυτά το ΄κανα γιατί έτσι μου 'βγαινε αληθινά».

-Έχουν περάσει ήδη έξι χρόνια και ο αφηγητής εξακολουθεί να νοσταλγεί τα περασμένα μέσω της γάτας του της «Μορφίνης» που ακόμη την ψάχνει. Αναζητώντας ή αποχαιρετώντας τον χαμένο χρόνο;

Ο χαμένος χρόνος έχει πια φύγει ανεπιστρεπτί. Το κεντρικό πρόσωπο μέσα στην επιβεβλημένη ωριμότητα του δεν έχει να περιμένει τίποτα από κείνη την εποχή και το ξέρει πολύ καλά. Οι αναμνήσεις πονάνε και τις αποχαιρετά. Η γάτα ήταν το μοναδικό στοιχείο που εν τέλει άξιζε κι ίσως γι΄ αυτό ακόμα την αναζητά και δεν ξεπερνά ποτέ το χαμό της όπως δεν ξεπερνά και το γεγονός ότι ποτέ δε θα ξανανιώσει έτσι για κανένα. Πάντα θα την αποζητά μα ποτέ δεν θα την ξαναβρεί παρά μόνο μέσα στην καρδιά του, μαζί με μια αίσθηση προδοσίας και εγκατάλειψης απέναντι της, και πίκρα για μια ζωή που θα 'ναι άδεια πια χωρίς εκείνη, «το μοναδικό φιλαράκι».

-Το περιθώριο ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει τους λογοτέχνες σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ανάλογες περιπτώσεις ή όταν αυτές υπάρχουν είναι μετρημένες στα δάχτυλα και δίχως κάποια σημαντικά αποτελέσματα. Σε τι κατά την γνώμη σας οφείλεται το γεγονός αυτό;

Σε τρία πράγματα. Πρώτα, στην εντύπωση που υπάρχει ότι στη λογοτεχνία πρέπει να χρησιμοποιείται, μια συγκεκριμένη, αποδεκτή, «ευπαρουσίαστη», γλώσσα. Γεγονός που αφαιρεί από την αληθοφάνεια. Ύστερα στο γεγονός ότι αυτός ο χώρος, του περιθωρίου δηλαδή, είναι και παρεξηγημένος (με αποτέλεσμα να οδηγεί σε γλυκανάλατες ηθοπλασίες και μελοδραματισμούς) και δυσπρόσιτος για τους μη εκπροσώπους του (έτσι που τελικά εκείνος που αποφασίζει να γράψει γι' αυτόν συνήθως δεν ξέρει το θέμα του). Τέλος, στον ίδιο το συγγραφέα ο οποίος ή δεν έχει την ανάλογη ευαισθησία για να προσεγγίσει την εικόνα που θέλει ν' αποδώσει ή επιχειρεί ντε και καλά να περάσει τα δικά του μηνύματα χρησιμοποιώντας αυτούς τους χαρακτήρες σαν κάτι περισσότερο ή λιγότερο απ΄ αυτό που είναι, ή με αυταρέσκεια θεωρεί ότι τα έχει καταλάβει όλα και δε χρειάζεται να αναλωθεί σε έρευνα ούτε του εαυτού του ούτε των χαρακτήρων. Νομίζω ότι χρειάζεται μια κάποια αποστασιοποίηση, ένας σεβασμός στην αυθεντικότητα της κατάστασης, μια βαθιά γνώση του θέματος και μια προσπάθεια ρεαλιστικής απόδοσης. Για την Ελλάδα ειδικά δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς, υποψιάζομαι όμως ότι για πολλά χρόνια το βάρος έπεφτε, σε ιστορικά γεγονότα ή σε ερωτικές ιστορίες που ίσως ήταν πιο αποδεκτές. Πολύ τελευταία ξεκίνησε να απελευθερώνεται κάπως η γλώσσα και η θεματολογία. Το περιθώριο ήταν «απαγορευμένη» υπόθεση στη λούμπεν του μορφή. Κυνηγημένο και παρεξηγημένο, μόνο οι πολιτικά ή ψυχολογικά περιθωριοποιημένοι περιγράφονταν στη λογοτεχνία μας για πολλά χρόνια. Δεδομένου ότι είναι ένα άγνωστο και παραμελημένο θέμα που έχει χρησιμοποιηθεί από τη λογοτεχνία μέχρι τον κινηματογράφο μόνο σαν παράδειγμα προς αποφυγή για τους καλούς και ενάρετους και σαν ηθικοπλαστικό στοιχείο, εφ' όσον ισχύουν σ' ένα μεγάλο ποσοστό και οι παραπάνω λόγοι, δεν είναι ν' απορεί κανείς ούτε για το πόσο λίγοι είναι εκείνοι που το επιλέγουν σα θέμα, ούτε για τα μη σημαντικά αποτελέσματα.

-Επιμελώς και σε ολόκληρο το μυθιστόρημα αποφεύγετε να αποκαλύψετε το φύλο του κεντρικού ήρωα του/της Ρίκυ. Προφανώς η επιλογή σας αυτή έχει να κάνει με μια συνολικότερη άποψή σας περί διαχωρισμού αρσενικού-θηλυκού.

Είναι ένας διαχωρισμός που εξακολουθεί να μου σπάει τα νεύρα, χρόνια τώρα. Όπως όλοι οι παράλογοι διαχωρισμοί του τύπου «οι άσπροι είναι καλύτεροι από τους μαύρους», «οι χριστιανοί από τους άθεους», «οι άνθρωποι από τα ζώα» και η λίστα είναι ατελείωτη. Είναι μια κατάσταση που θεωρώ ηλίθια. Αρνούμαι πεισματικά να επιτρέψω στον εγκέφαλο μου να λειτουργήσει έτσι. Ο καθένας έχει ένα μυαλό και ίσως και μια ψυχή που του δίνει τη δυνατότητα να σκεφτεί, να επιλέξει και να πράξει. Δεν επιδρά διαφορετικά στις νοητικές λειτουργίες η παραγωγή αρσενικών ή θηλυκών ορμονών, η μελανίνη ή η φιλοσοφική διάθεση. Και υποψιάζομαι ότι αν υπάρχει ψυχή δεν έχει φύλο, χρώμα ή DNA. Καμία σημασία δεν έχει αν είναι « η Ρίκυ» ή «ο Ρίκυ». Δεν είναι απαραίτητη η αρσενική ανατομία για να καβαλήσει κανείς μηχανή ούτε η θηλυκή για να κλάψει, να δείξει τρυφερότητα ή να πληγωθεί.

-Θεωρείτε ότι ο όρος «γυναικεία γραφή» περιγράφει όντως έναν ξεχωριστό τρόπο γραφής ή είναι ένας εκ του πονηρού - και άνευ λόγου ύπαρξης διαχωρισμός;

Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο ίσως έχει να κάνει με τον διαφορετικό τρόπο που ανατρέφονται κι εκπαιδεύονται τα δύο φύλλα και μ΄ εκείνο που οι γύρω περιμένουν από τους εκπροσώπους τους. Κάποτε ήταν πιθανό να εκφράζεται, όχι μόνο στη γραφή αλλά γενικά στις τέχνες. Δεν είναι όμως και κανόνας. Όσο για τον λόγο ύπαρξης δυσκολεύομαι να τον δω, αν όμως ισχύει για τους παραπάνω λόγους έγκειται στον συγγραφέα πλέον να τον ξεπεράσει και μνα δημιουργήσει κάτι πάνω απ΄ αυτό που κοινωνικά του έχει επιβληθεί. Είναι θέμα φαντασίας και ευαισθησίας. Κι επίσης, ταλέντου και δουλειάς.
 

-Κυρία Ρούσσου, τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου που σαφώς αλλάζει ορισμένα χαρακτηριστικά του ελληνικού εκδοτικού χώρου. Δεκάδες νέοι συγγραφείς παρουσιάζονται από γνωστούς εκδοτικούς οίκους, σχετικά και άσχετα ΜΜΕ ασχολούνται μαζί τους και γενικά πολύς «ντόρος» γίνεται δίχως κατά τη γνώμη μου όλη αυτή η κίνηση να έχει οδηγήσει σε κάτι πραγματικά καινούργιο για την λογοτεχνία μας.

Υπάρχουν Πάντα διαφορετικές πλευρές σε κάθε θέμα. Σίγουρα εκδίδονται και πολλά σκουπίδια μαζί με τα αξιόλογα έργα. Και σίγουρα προβάλλονται και άνθρωποι που ίσως καλύτερα να άλλαζαν απασχόληση. Παράλληλα όμως, συγγραφείς που παλιότερα θα χάνονταν άδικα έχουν τώρα μια ευκαιρία παραπάνω να διαβαστούν και να διακριθούν. Και, ναι , όλοι ψάχνουν για τους επόμενους «σταρ» αλλά μαζί με τους διάττοντες συζητιούνται πλέον και πιο σοβαροί άνθρωποι που σε άλλες εποχές θα παρέμεναν άγνωστοι ή παρεξηγημένοι και δε θα έβρισκαν ποτέ την ευκαιρία να εκφράσουν απόψεις, να διαμορφώσουν γνώμες, να προβληματίσουν. Θα βοηθούσε πολύ να υπήρχε μια τέτοια παιδεία που να επιτρέπει στους αναγνώστες ( και όχι μόνο) να κάνουν το διαχωρισμό. Εφόσον κάτι τέτοιο καταντάει ουτοπία, ο καθένας μόνος του θα πρέπει να μπορεί, στο μέτρο των δυνατοτήτων του και αφού ενδιαφέρεται στοιχειωδώς, να αξιολογεί και να απολαμβάνει το ποιοτικό. Κι ο ίδιος ο συγγραφέας να προσπαθεί να αποφεύγει τις παγίδες του «σταρ σύστεμ» και να παραμένει πιστός στις δικές του αρχές και ανάγκες.

Επιστροφή στο ΕΧΙΤ