Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας

17 Μαϊου 1914


Κείμενο: Π. Περιστέρης

Το ζήτημα των μειονοτήτων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων έτσι όπως προέκυψε μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών. Η εν πολλοίς αυθαίρετη χάραξη των συνόρων ύστερα από τους νικηφόρους, για τους λαούς της περιοχής, βαλκανικούς πολέμους, όχι μόνο δεν το επέλυσε αλλά το πολλαπλασίασε. Οι πρόσφατες τραγικές εξελίξεις στο  Κοσσυφοπέδιο υπογραμμίζουν το μέγεθος του προβλήματος που λίγους μήνες πριν το 2.000 είναι σε θέση να ανατινάξει ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Η παρουσία ελληνικής μειονότητας εντός της Αλβανικής επικράτειας έλκει την καταγωγή της στην εποχή της δημιουργίας του Αλβανικού κράτους.
Το πρωτόκολλο που υπογράφτηκε πριν 85 χρόνια στην Κέρκυρα και προέβλεπε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς του ζητήματος, και δείχνει για μια ακόμη φορά τον τρόπο με τον οποίο ο ξένος παράγοντας χάραζε - και εξακολουθεί να χαράζει - τα σύνορα, αποφασίζοντας κάθε φορά με άλλα μέτρα και σταθμά, αγνοώντας την βούληση, τις επιθυμίες και τα δικαιώματα των λαών.
 

Η ίδρυση, στις 10 Ιουνίου 1878, στην Πριζρένη, του "Αλβανικού Συνδέσμου", από Αλβανούς εθνικιστές ήταν μια ημερομηνία σταθμός για όσους επεδίωκαν την δημιουργία ενός Αλβανικού κράτους. Οι Αλβανοί θέλοντας να διαφυλαχθούν από τις ελληνικές διεκδικήσεις, πίστευαν ότι το κράτος αυτό θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα σχεδίαζε την δημιουργία ενός ελληνοαλβανικού κράτους στα πρότυπα της Αυστρο-Ουγγαρίας, σχέδιο όμως που δεν προχώρησε. Το 1912 οι Αλβανοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν από τους Νεότουρκους την εδαφική διασαφήνιση της περιοχής τους. Έτσι η "εκκολαπτόμενη" Αλβανία, μέσω της τουρκικής κυβέρνησης απέκτησε όρια στα οποία ήταν τα βιλαέτια Ιωαννίνων, Σκόδρας καθώς και τμήματα των βιλαετίων του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου.
Κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα απελευθέρωσε την περιοχή της Β. Ηπείρου από τους Τούρκους και τους συμμάχους τους, Αλβανούς. Αργότερα και ενώ οι Αλβανοί με την προτροπή των ’υστριακών κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναλάμβαναν να καθορίσουν τα σύνορά της.
Η Ελλάδα όσον αφορούσε την τύχη της Β. Ηπείρου πρότεινε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, πρόταση όμως που απορρίφθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις οι οποίες στην διάσκεψη του Λονδίνου (6 Αυγούστου 1913) και ύστερα από τις μεγάλες πιέσεις, κύρια της Ιταλίας που επιθυμούσε την ύπαρξη ενός κράτους - προτεκτοράτου, αποφάσισαν την ίδρυση της Αλβανίας στους κόλπους της οποίας εμπεριέχονταν και η Βόρειος Ήπειρος. Η Ιταλία εκβιάζοντας ανοικτά την Ελλάδα συνέδεσε την τύχη της Β. Ηπείρου με αυτή των νησιών του Αιγαίου. Αποτέλεσμα αυτής της διακοίνωσης των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή. Με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17.12.1913) παραχωρούνταν η Β. Ήπειρος στην Αλβανία και η Ελλάδα καλούνταν να εκκενώσει την περιοχή από τα στρατεύματά της σε ένα μήνα και παράλληλα να εγγυηθεί ότι δεν πρόκειται να αμφισβητήσει τα σύνορα αυτά.
Πριν προλάβει να αποχωρήσει ολόκληρος ο στρατός ο τέως διοικητής της Ηπείρου και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γεώργιος Ζωγράφος ανακήρυξε στις 17 Φεβρουάριου στο Αργυρόκαστρο την Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, χωρίς βέβαια την υποστήριξη της Αθήνας, η οποία διπλωματικά βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, λόγω των δεσμεύσεών της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση Ζωγράφου προκειμένου να αντισταθεί στις επιδρομές των Αλβανών δημιούργησε εθελοντικό σώμα στρατού το οποίο αντιμετώπισε με επιτυχία τους φύλαρχους της περιοχής. Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις σε συνάντηση διεθνούς επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα (17 Μαίου 1914) αποφασίσθηκε ειδικό καθεστώς αυτονομίας για τις ελληνικές περιοχές της Αλβανίας. Η επιτροπή αναγνώρισε την ελληνικότητα των περιφερειών Πρεμετής, Χειμάρας, Κορυτσάς, Δελβίνου και Αργυροκάστρου για λόγους "... εθνολογικούς, γεωγραφικούς και ιστορικούς"(1). Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας εγκρίθηκε από την Συνέλευση των Βορειοηπειρωτών και έληξε ο ένοπλος αγώνας τους.
Η μετά από τρεις μήνες όμως κήρυξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, ουσιαστικά πάγωσε αυτές οι εξελίξεις. Έτσι τον Οκτώβριο του ΄14 η Ελλάδα με την σύμφωνη γνώμη των Αγγλογάλλων της "Αντάντ" κατέλαβε την Β. Ήπειρο. Δεκατρείς μήνες αργότερα οι έλληνες της Β. Ηπείρου ψήφισαν για πρώτη φορά στις εκλογές για το ελληνικό κοινοβούλιο αποστέλλοντας τους δικούς τους αντιπροσώπους. Μετά το τέλος του πολέμου, στο συνέδριο των Παρισίων, ο Ε. Βενιζέλος επεδίωξε να συμπεριλάβει στα εδάφη της την περιοχή που ξεκινούσε περίπου 25 χλμ. βόρεια της Χειμάρρας και κατέληγε στην Πρέσπα, με βασικό επιχείρημα ότι στην περιοχή αυτή και σε σύνολο 200.000 κατοίκων οι 120.000 ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι με ελληνική συνείδηση. Ύστερα από την σφοδρή αντίθεση της Ιταλίας η ελληνική πλευρά αντιπρότεινε ένα νέο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος από το εδαφικό τμήμα που διεκδικούσε ενώ η Ιταλία θα καταλάμβανε την Αυλώνα και το υπόλοιπο τμήμα της Αλβανίας θα μετατρέπονταν σε προτεκτοράτο της. Τέλος τα στενά της Κέρκυρας θα ήταν αποστρατικοποιημένη ζώνη.
Λίγους μήνες αργότερα η Ιταλία κατάγγειλε το σύμφωνο ενώ η ελληνική κυβέρνηση συμβιβάστηκε με την αλβανική ώστε να μην καταλάβει την Κορυτσά με αντάλλαγμα τον σεβασμό του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας.
Τέλος στις 9 Νοεμβρίου 1921 οι υπουργοί εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων αποφάσισαν την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Από τότε έως σήμερα η Αλβανία όχι μόνο δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα της μειονότητας αλλά ανεξαρτήτως καθεστώτων προσπάθησε να την εξαφανίσει.
Μετά από πολλές δεκαετίες άρνησης των τετελεσμένων, το 1971 η χούντα υποκύπτοντας στις αμερικανικές πιέσεις, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας με την Αλβανία και το 1987 η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ ήρε μονομερώς το καθεστώς εμπολέμου καταστάσεως που τυπικά είχε διατηρηθεί από το 1941.
Μεταπολιτευτικά το θέμα της Βόρειας Ηπείρου "αγκάλιασαν" η εκκλησία και διάφορα ακροδεξιά στοιχεία που κούναγαν την σημαία του αλυτρωτισμού, δίνοντας λαβές για μια σκληρότερη πολιτική από το καθεστώς του Χότζα. Απ΄ την άλλη η Αριστερά διάλεξε να ασχοληθεί με το Κυπριακό ως ζήτημα αντιιμπεριαλιστικό και αντιαποικοιακό (2).
Οι  ραγδαίες εξελίξεις της δεκαετίας του ΄90 και οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠαΣοΚ, Ν.Δ. και Οικουμενική αντί να δημιουργήσουν ένα κλίμα ασφάλειας απέναντι στην ανθελληνική στάση του αλβανικού κράτους έφεραν σε δυσχερέστερη θέση την μειονότητα, μεγάλο τμήμα της οποίας έσπευσε να εγκαταλείψει τις προγονικές της εστίες και να έρθει στον ελληνικό παράδεισο της μαύρης εργασίας...

Σημειώσεις:

1. Σύμφωνα με την  τουρκική απογραφή του 1908 στην περιοχή κατοικούσαν  128.000 Έλληνες και 95.000 Αλβανοί.
2. Ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, όμως χαρακτηριστικό της κατάστασης εκείνης της εποχής ήταν και το σύνθημα "Λευτεριά στη Νότια Ήπειρο" που ανέγραφαν στις εθνικές οδούς οι αλβανόφιλες αριστερίστικες ομάδες, ως απάντηση  ¨"Λευτεριά στην Β. Ήπειρο",  των ακροδεξιών - εθνικιστικών ομάδων.

Επιστροφή στο ΕΧΙΤ