Ο γνωστός κερκυραίος λογοτέχνης
και μεταφραστής Σωτήρης Τριβιζάς, με αφορμή το ¨αφιέρωμα φόβου και
τρόμου" που παρουσιάστηκε στο προηγούμενο τεύχος του ΕΧΙΤ, καταγράφει την
συνάντησή του με... το στοιχειό του ταύρου της Παναγίας της Κρεμαστής.
Hταν μια νύχτα χειμωνιάτικη, σκοτεινή
και δίχως άστρα. Έκανε κρύο δριμύ, ωστόσο η μικρή συντροφιά - δυο άντρες
μέσης ηλικίας κι ένας νεαρός, τυλιγμένοι όλοι στα βαριά τους πανωφόρια
- φαινόταν ν΄ αψηφά την παγωνιά που τρυπούσε τα κόκαλα. Με ράθυμο βήμα
οι τρεις άντρες ανηφόριζαν τον όρμο της Γαρίτσας, πλάι στην παγωμένη
ανάσα της χειμωνιάτικης θάλασσας. Ήταν απορροφημένοι στη συζήτηση τους,
και ο καθένας συνόδευε τα λόγια του με πλατιές χειρονομίες, λες κι ήθελε
να πείσει τους συνομιλητές του για κάποιο πολύ σπουδαίο ζήτημα. Συχνά,
ο άνεμος ή ο ρόχθος της θάλασσας σκέπαζε τη φωνή τους. Όμως εκείνοι εξακολουθούσαν
να χειρονομούν και να συζητούν, φωνάζοντας σχεδόν ο ένας στον άλλο, κάτω
από τους φανοστάτες που προσπαθούσαν παρατεταγμένοι στη σειρά να σχίσουν
με το ασθενικό τους φως το πυκνό σκοτάδι του δρόμου. Η πόλη κοιμόταν. Το
καμπαναριό του Αγίου είχε από ώρα σημάνει μεσάνυχτα.
Ο νεαρός, ένας σπουδαστής της φιλολογίας,
αγόρευε και χειρονομούσε. Αυτό που τον έδενε με τους δύο μεγαλύτερους στην
ηλικία άντρες, έναν εύσωμο δικηγόρο με αρχές φαλάκρας κι έναν ισχνό και
μικροκαμωμένο κρατικό υπάλληλο, ήταν το κοινό τους πάθος για τα κάθε λογής
παράδοξα φαινόμενα που συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων. Ιστορίες για φαντάσματα
και βρικόλακες, τελώνια και αναράιδες, μάγια και αμποδέματα, αλλά
και καθημερινά, φαινομενικά αθώα περιστατικά , που αν τα δεις με μάτια
διαφορετικά αρκούν για να σ΄ ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες ενός άλλου κόσμου.
Οι άλλοι δύο τον άκουγαν προσεκτικά, κουνώντας το κεφάλι τους, και κάθε
τόσο τον διέκοπταν ουρλιάζοντας σχεδόν μέσα στο αυτί του.
Η μικρή συντροφιά έφτασε δίχως να το καταλάβει
πλάι στον σκοτεινό όγκο του φρουρίου και παρέπλευσε τις νυσταγμένες αψίδες
του Λιστόν. Έπειτα πέρασε κοντά από την επιβλητική εκκλησία , που μέσα
της φυλάγεται το λείψανο του αγίου, και χώθηκε στα στενά λιθόστρωτα
δρομάκια του Καμπιέλου. Ο νεαρός συνέχιζε να ρητορεύει και να χειρονομεί.
Η συζήτηση ήταν, όπως συνήθως, για τα μεταφυσικά φαινόμενα, και ο καθένας
είχε να διηγηθεί στους άλλους δύο μια ιστορία που την υποστήριζε με πάθος.
Έφτασαν, τέλος, στην πλατεία της Κρεμαστής και κάθισαν στο βενετσιάνικο
πηγάδι να ξαποστάσουν. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Μια βαθιά ησυχία απλώθηκε
γύρω που την διέκοπτε κάθε τόσο το τρίξιμο της γρίλιας κάποιου παράθυρου,
η μακρινή υλακή κάποιου σκύλου. Απέναντι από το πηγάδι, έξω από την εκκλησία
της Παναγίας, έφεγγε το άσβεστο καντήλι που φρόντιζαν κάθε μέρα οι γυναίκες
της γειτονιάς να μην του σώνεται το λάδι. Ξαφνικά οι τρεις άντρες άκουσαν
μέσα στην απόκοσμη ησυχία της νύχτας ένα μακρινό ποδοβολητό που πλησίαζε
ολοένα. Σηκώθηκαν
όρθιοι και πριν προλάβουν ν΄ αντιδράσουν, είδαν στην αρχή της οδού Κομνηνών
να εμφανίζεται ένας πελώριος μαύρος ταύρος. Ο ταύρος πέρασε από μπροστά
τους, τους κοίταξε με τα θολά του μάτια , χτύπησε μερικές φορές το πόδι
του καταγής κι έπειτα χάθηκε προς τη μεριά της θάλασσας. Οι τρεις
άντρες άκουγαν τις οπλές του ν΄ αντηχούν στα λιθόστρωτα καντούνια , αλλά
δεν ήταν σε θέση να πουν αν η βοή που έφτανε στ΄ αυτιά τους ήταν το λυπημένο
μουγκάνισμα του ταύρου ή ο άνεμος που είχε σηκωθεί και πάλι.
¨Τι ήταν αυτό;" ψέλλισε κάτωχρος ο νεαρός
φοιτητής. ¨Τι γυρεύει ένας ταύρος τα μεσάνυχτα στην καρδιά της πόλης ;"
Ο δικηγόρος, που φαινόταν να έχει βρει
ξανά την ψυχραιμία του, στερέωσε στη μύτη τα γυαλιά του κι έπειτα τους
διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
¨Τα χρόνια τα παλιά , Τουρκαλβανοί ληστές
έφτασαν από την απέναντι στεριά. Νύχτα επιτέθηκαν σ΄ ένα εξοχικό αρχοντικό,
έσφαξαν τους ιδιοκτήτες και διαγούμισαν το βιος τους. Ανάμεσα στα λάφυρα
τους ήταν και ένας μεγάλος μαύρος ταύρος. Όταν όμως οι ληστές φόρτωσαν
τη λεία στο καίκι τους και σάλπαραν για την απέναντι ακτή, μια μυστηριώδης
δύναμη τους εμπόδισε να αποπλεύσουν. Το καίκι τους, αντί να πηγαίνει μπροστά,
γύριζε πίσω στο λιμάνι της πόλης. Ήταν Νοέμβρης, παραμονή των Εισοδίων.
Έντρομοι οι κλέφτες θέλησαν να εξευμενίσουν την αόρατη δύναμη. Ήρθαν, λοιπόν
στην πλατεία της Κρεμαστής κι έδεσαν τον ταύρο έξω από την εκκλησία της
Παναγίας. Όμως η Παναγία δεν δέχτηκε την αμαρτωλή προσφορά τους. Ο ταύρος
έκοψε το σκοινί κι όλη τη νύχτα τριγυρνούσε ελεύθερος μουκανώντας στα καντούνια.
Αιώνες έχουν περάσει από τότε. Μα κάθε χρόνο, την παραμονή των Εισοδίων,
ο μαύρος ταύρος, το στοιχειό της Κρεμαστής, αφήνει πάλι το θλιβερό μουγκάνισμα
του στην πλατεία ".
Για λίγη ώρα κανένας δεν μίλησε. ¨Είμαστε
χτισμένοι μέσα στο παράδοξο", είπε κατόπιν ο μικροκαμωμένος κρατικός υπάλληλος.
¨Αρκεί τα μάτια μας να θελήσουν να δουν και πέρα από τούτο τον κόσμο".