Είναι να μη βάψω κόκκινα αυγά: κάθε λογής κόκκινο θα βρει ευκαιρία να
κάνει πέρασμα από τον αμφιβληστροειδή μου. Δεν προλαβαίνω ν΄ ανοίξω το
φακελάκι με τη ΣΗΜΑΙΑ, και να΄ σου όλα τα κόκκινα που δεν ξέχασα να σουλατσάρουν
ανενδοιάστως άνω, κάτω και πλαγίως της κουζίνας μου. Πρώτη και καλύτερη η Κοκκινοσκουφίτσα. Χωρίς τον Λύκο. Ύστερα πλακώνουν
τα Rosso Antico κι η κόκκινη κοπέλα από κάτι αρχαίες διαφημίσεις της Νordmende.
Έρχεται η χήρα του Μάο με το κόκκινο βιβλιαράκι της, κάτι κυρίες του Ερυθρού
Σταυρού, καμιά ντουζίνα νταγλαράδες του Κόκκινου Στρατού και σμήνη κοκκινολαίμηδων. Η
κατσαρόλα κοχλάζει και χτυπιέται πάνω στο μάτι, η επέλαση όμως δεν σταματά.
Με κυκλώνουν τριθέσιοι καναπέδες Roche Bobois, υποχρεώνοντάς με να καθίσω
στο πορφυρό βελούδο της ράχης τους. Πριν προλάβω να βγάλω ανάσα, από τον
πάτο της κατσαρόλας ανάβουν κόκκινα φανάρια και στήνουν πασαρέλα οι μοντέλες
του Ηelmut Newton με τα χείλια τους βαμμένα σε ιλουστρασιόν Lucifer red.
Μαζί τους, στάζοντας αίμα, και κάποιος που μου συστήνεται σαν κόμης Βλαντιμηρέσκου.
Εκεί λιποθυμώ... Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη, όλα βαίνουν καλώς.
Κανένα πρόβλημα. Μέχρι να ξημερώσει Μεγάλη Πέμπτη. Μέχρι ν΄ αρχίζουν να
παίρνουν βράση τα αυγά, μέχρι να ζαλιστούν απ΄ τη μυρωδιά της βαφής που
αφαιρεί κάθε αγνότητα και τα ντύνει με χρώματα του πάθους. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη, χρόνια τώρα, όλα τα κόκκινα παρελαύνουν απ΄
την κουζίνα μου. Ρουλέτες σταματημένες στο κόκκινο και κόκκινες βρύσες
του Αrn Yakombsen απ΄ το μουσείο design της Νέας Υόρκης. Ο Κόκκινος Ντάνυ,
σκαστός απ΄ τον Μάη του ΄68, κι όλοι οι Πορφυρογέννητοι διεκδικώντας επιτακτικά
συνοριακές ρυθμίσεις στα όρια του πάλαι ποτέ Οικουμενικού Βυζαντινού κράτους.
Η Σαρλότ Κορνταί στάζοντας ρέζους αρνητικό του Μαρά, κι η κόκκινη τσαρίνα
με pantiera rossa... Κάθε Μεγάλη Πέμπτη, κόκκινα μάτια, κόκκινες τύψεις, κόκκινες υποσχέσεις,
κόκκινοι εφιάλτες, κόκκινοι χρησμοί, προσπαθούν να με τραβήξουν με το μέρος
τους. Του τάζουν τα χίλια μύρια, παζαρεύουν συμμαχίες με τα κόκκινα αυγά
που δεν ξέρουν τι τους γίνεται με τόσους Κελσίου, οργανώνουν συνωμοσίες
εναντίον κάθε άλλης απόχρωσης και μου προτείνουν την ηγεσία. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη λιποθυμώ, ανήμπορη ν΄ αντέξω την επέλαση του
κόκκινου. Οι αντιστάσεις εκμηδενίζονται, καθώς περνώ προσεχτικά με λάδι
ένα ένα τα αυγά και νιώθω την κόκκινη κλωστή δεμένη, στο λαιμό μου τυλιγμένη...
Μόνο μια φωνή, μια γνώριμη φωνή σκύβει και μου ψιθυρίζει να μη φοβάμαι. "Η εις Άδου κάθοδος δεν είναι τίποτε μπροστά σε κοτζάμ Ανάσταση
που σε περιμένει στην επόμενη στροφή...", επιμένει η φωνή, ενώ εγώ έχω
χάσει παντελώς τις αισθήσεις μου...